Mονομελές Πρωτοδικείο Aθηνών 8355/2005

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ:

Επειδή, με την κρινόμενη ανακοπή, για την άσκηση της οποίας καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. στη δικογραφία τα με σειρά Α 562637 και Α 1227642 ειδικά έντυπα παραβόλου), ο ανακόπτων, ζητά να ακυρωθούν: α) το με αριθμ. πρωτ. …… έγγραφο (γνωστοποίηση οφειλής) του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Χαλανδρίου, με το οποίο κλήθηκε ο αυτός καταβάλει, εντός προθεσμίας 10 ημερών, το συνολικό ποσό των 132.647,51 ευρώ, που αντιστοιχεί σε οφειλή φόρου εισοδήματος της εταιρείας ΄΄…΄΄, ως ευθυνόμενος προσωπικώς και αλληλεγγύως για την καταβολή των χρεών αυτής με την φερόμενη ιδιότητα του διαχειριστή, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 115 του ν. 2238/1994, και β) το με αριθμ. Πρωτ. … του ίδιου Προϊσταμένου, με το οποίο καλείται ο ανακόπτων να καταβάλει το συνολικό ποσό των 69.118,47 ευρώ (κεφάλαιο 50.730,66 ευρώ και προσαυξήσεις 18.387,81 ευρώ) που βεβαιώθηκε σε βάρος της ως άνω εταιρείας, ως ευθυνόμενος προσωπικώς και αλληλεγγύως για την καταβολή των χρεών αυτής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 115 του ν. 2238/1994.

Επειδή, στον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 ΦΕΚ 97 Α) ορίζεται ότι: ΄΄Στις…ρυθμίσεις του τμήματος τούτου υπάγονται οι διαφορές, που αναφύονται κατά τη σύμφωνα με τις διατάξεις του ΝΔ 356/1974 (ΚΕΔΕ) είσπραξη δημοσίων εσόδων, εκτός αν τα έσοδα αυτά αναφέρονται σε απαιτήσεις ιδιωτικού δικαίου΄΄ (άρθρο 216), ΄΄1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ) του προγράμματος πλειστηριασμού, δ) της έκθεσης πλειστηριασμού και ε) του πίνακα κατάταξης. 2. Ανακοπή, επίσης, χωρεί κατά: α) της αρνητικής δήλωσης νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ως τρίτου, σύμφωνα με το άρθρο 34 του ΚΕΔΕ, εφόσον και η υποχρέωση του τρίτου είναι 6ημοσίου δικαίου, β) της δήλωσης του προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ ή του τελωνείου, για την ύπαρξη απαίτησης δημοσίου δικαίου η προνομίου του Δημοσίου, σύμφωνα με την παρ 1 του άρθρου 63 του ΚΕΔΕ. 3. Η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 63 δεν έχει εφαρμογή στην προκείμενη διαδικασία΄΄ (άρθρο 217), ΄΄Προς άσκηση ανακοπής νομιμοποιούνται: α) στις περιπτώσεις α’, β’ γ’ και ε’ της παρ 1 του άρθρου 217: ο καθ’ ου ή ο θιγόμενος ενυπόθηκος δανειστής΄΄ (άρθρο 219). Εξάλλου, στο νομοθετικό διάταγμα 356/1974 ΄΄Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων΄΄ (ΦΕΚ 90 Α) ορίζεται ότι: ΄΄1. Άμα τη βεβαιώσει ποσού τινός εις το δημόσιον Ταμείον ως δημοσίου εσόδου ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται… να αποστείλει προς τον οφειλέτην ατομικήν ειδοποίησιν και να κοινοποιήση ταύτην περιέχουσα τα στοιχεία του οφειλέτου, το είδος και το ποσόν του χρέους, το οικονομικόν έτος εις ο ανήκει τούτο, τον αριθμόν και την χρονολογίαν του τριπλοτύπου βεβαιώσεως και την χρονολογίαν πληρωμής του χρέους ή εκάστης δόσεως εις περίπτωσιν καταβολής εις δόσεις. ..2. Η κατά την προηγούμενην παράγραφον κοινοποιούμενη ατομική ειδοποίησις δεν εξομοιούται προς την επιταγήν προς πληρωμήν. 3. Η παράλειψις αποστολής της κατά την παρ. 1 του παρόντος άρθρου ειδοποιήσεως ουδεμίαν ασκεί επίδρασιν επί του κύρους των κατά του οφειλέτου λαμβανομένων αναγκαστικών μέτρων΄’’ (άρθρο 4). Από τη διάταξη του προαναφερόμενου άρθρου 217 του ΚΔΔ συνάγεται ότι η ατομική ειδοποίηση με την οποία καλείται ο φορολογούμενος να καταβάλει χρέος του προς το Δημόσιο, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ και ενημερώνεται για το ύψος της οφειλής δεν συνιστά εκτελεστή, της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης, πράξη αλλά σαφώς πληροφοριακό έγγραφο, μη προσβλητό με ανακοπή (ΜΔΠΑ 1942/2000, ΔΔικ 200, σελ 617, ΜΔΠ Ηρακλείου 103/2002, ΕΔΚΑ 2003, σελ. 637). Ενόψει, όμως, του ότι η ατομική ειδοποίηση ακολουθεί τη νομότυπη ταμειακή βεβαίωση του ποσού του χρέους του οφειλέτη του δημοσίου και αποσκοπεί στο να γνωστοποιηθεί στον οφειλέτη το χρέος του και η αιτία του, ούτως ώστε αυτός (ο οφειλέτης) να δυνηθεί να στραφεί με τα ένδικα μέσα που προβλέπει ο Κ.Ε.Δ.Ε. κατά της πράξεως ταμειακής βεβαιώσεως, η προσβολή της ατομικής ειδοποιήσεως με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής είναι δυνατό, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, να θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά της σχετικής ταμειακής βεβαίωσης (πρβλ. ΣτΕ 1639/2003,1357/93, βλ. και ΔΠ Ρόδου 253/2003, 20/2003). Κατ’ εξαίρεση, η ατομική ειδοποίηση δεν έχει πληροφοριακό χαρακτήρα, αλλά, είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, στις περιπτώσεις εκείνες, που εκ του περιεχομένου της συνάγεται, ότι επάγεται βλαπτικές έννομες συνέπειες σε βάρος συγκεκριμένου προσώπου (πρβλ. ΣτΕ 1429/2003, 3194/2002, 1505/2001), όπως στην περίπτωση που αποστέλλεται σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο είναι κατά νόμο αλληλεγγύως υπεύθυνο με τον οφειλέτη για την εξόφληση του χρέους, χωρίς να είναι απαραίτητο να προηγηθεί ταμειακή βεβαίωση σε βάρος του (ΜΔΠΑ 2866/2005, ΔΠΠατρ 858/1997).

Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με το … έγγραφο (α’ προσβαλλόμενη του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου, κλήθηκε ο ανακόπτων να καταβάλει, εντός προθεσμίας 10 ημερών, το συνολικό ποσό των 132.647,51 ευρώ, που αντιστοιχεί σε οφειλές φόρου εισοδήματος, της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ΄΄…΄΄, της οποίας διατέλεσε διαχειριστής, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 115 του ν. 2238/1994. Ακολούθως, και σε απάντηση της με αριθμ. Πρωτ. … αίτησης του ανακόπτοντος, εκδόθηκε το με αριθμ. Πρωτ. … έγγραφο (β’ προσβαλλόμενη) του ίδιου Προϊσταμένου, με την οποία αφενός καλείται ο ανακόπτων να καταβάλει, με την ως άνω ιδιότητα, το ποσό των 69.118,47 ευρώ (κεφάλαιο 50.730,66 ευρώ και προσαυξήσεις 18.387,81 ευρώ) που βεβαιώθηκε σε βάρος της εταιρείας ΄΄…΄΄ αφετέρου ενημερώνεται ότι δεν ευθύνεται για το συνολικό ποσό των 52.383,00 ευρώ, που αντιστοιχεί σε οφειλές φόρου προστιθέμενης αξίας της, οικονομικού έτους 1990, της ως άνω εταιρείας και το οποίο είχε κληθεί να καταβάλει με το … έγγραφο. Ενόψει αυτών και σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι τα ανωτέρω έγγραφα δεν μπορούν να χαρακτηριστούν πληροφοριακά αλλά, κατά, το μέρος που με αυτά καλείται ο ανακόπττων να καταβάλει ληξιπρόθεσμες οφειλές, αποτελούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, δυνάμενες να προσβληθούν με το ένδικο βοήθημα της ανακοπής δεδομένου ότι επάγονται γι’ αυτόν δυσμενείς έννομες συνέπειες, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών του Ελληνικού Δημοσίου. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη ότι η υπ’ αριθμ. … πράξη του ως άνω Προϊσταμένου, εκδοθείσα ύστερα από την … αίτηση του ανακόπτοντος, τροποποίησε, όπως προκύπτει εκ του περιεχομένου της, την προγενέστερη υπ αριθμ. … πράξη του ιδίου, η οποία ενσωματώθηκε στην … πράξη και έχασε για το λόγο αυτό την αυτοτέλειά της (βλ. Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Επ. Σπηλιωτόπουλου, όγδοη έκδοση, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, σελ. 494), η κρινόμενη ανακοπή παραδεκτώς ασκείται μόνο κατά της δεύτερης προσβαλλόμενης πράξης.

Επειδή, εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 219 του ΚΔΔ, ερμηνευομένων υπό το πρίσμα των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που επιτάσσουν την ανάγκη της διασφάλισης ικανοποιητικής δικαστικής Προστασίας των δικαιωμάτων του πολίτη και λαμβάνοντας υπόψη ότι σε περίπτωση έκδοσης καταλογιστικής πράξης φόρου στο όνομα εταιρείας, τα αλληλεγγύως υπόχρεα μ’ αυτή πρόσωπα, κατ’ άρθρο 115 του ν. 2238/1994, δεν έχουν δικαίωμα άσκησης προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, που αποφαίνεται με δύναμη δεδικασμένου κατά της σχετικής καταλογιστικής πράξης, συνάγεται ότι στην περίπτωση που βεβαιώνεται ΄΄εν στενή εννοία΄΄ η ως άνω οφειλή, τα ανωτέρω πρόσωπα νομιμοποιούνται ν’ ασκήσουν κατ’ αυτής ανακοπή. Διαφορετική άποψη, σύμφωνα με την οποία τα πρόσωπα αυτά, δύναται να αμυνθούν μόνο στο στάδιο μετά την έναρξη της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους με άσκηση ανακοπής (πχ. σε βάρος της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης), θα είχε σαν αποτέλεσμα να απωλέσουν ένα στάδιο δικονομικής προστασίας προ της λήψεως συγκεκριμένου μέτρου εκτέλεσης, αφού υφίστανται τις δυσμενείς συνέπειες από την ύπαρξη της οφειλής (λχ. προσαυξήσεις, ενδεχόμενη άσκηση ποινικής δίωξης) χωρίς ωστόσο να τους παρέχεται κάποιο ένδικο βοήθημα προς υποστήριξη των δικαιωμάτων τους και συνεπώς να στερηθούν πλήρους δικαστικής προστασίας (πρβλ. ΣτΕ 639/2003, 2712/2002, 612/1992, 7μελές). Ενόψει αυτών, ο ανακόπτων, παραδεκτώς, στρέφεται κατά της ανωτέρω πράξης, καίτοι η ταμειακή βεβαίωση έχει χωρήσει στο όνομα της εταιρείας της οποίας διετέλεσε διαχειριστής, απορριπτομένων ως αβάσιμων των αντίθετων ισχυρισμών του Ελληνικού Δημοσίου.

Επειδή, περαιτέρω, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999 ΦΕΚ 97 Α) ορίζει ότι: ΄΄1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. Κατ’ εξαίρεση, ο κατά το νόμο έλεγχος της προσβαλλόμενης πράξης χωρεί και αυτεπαγγέλτως, εκτεινόμενος στο σύνολό της προκειμένου να διακριβωθεί: α) αν η πράξη έχει εκδοθεί από αναρμόδιο όργανο ή β) αν υπάρχει παράβαση δεδικασμένου (άρθρο 224), ΄΄Το Δικαστήριο αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή τροποποίησή της. Σε διαφορετική περίπτωση προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής΄΄ (άρθρο 225).

Επειδή, εξάλλου στο άρθρο 101 του Ν. 2238/1994 (΄΄Περί Κώδικος Φορολογίας Εισοδήματος΄΄, ΦΕΚ 151 Α) ορίζεται ότι: ΄΄Στο φόρο υπόκεινται:…. ε) Οι ημεδαπές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης. 2….΄΄, ενώ στο άρθρο 115 του ίδιου νόμου, όπως η παρ 3 αυτού προστέθηκε με την παρ. 6 του άρθρου 22 του Ν. 2648/2210.1998 (ΦΕΚ 238 Α), που άρχισε να ισχύει από 1.12.1998, σύμφωνα με την παρ 2 του άρθρου 48 του νόμου αυτού, ορίζει ότι: ΄΄1. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές των ημεδαπών ανώνυμων εταιρειών ή συνεταιρισμών κατά το χρόνο διάλυσης ή συγχώνευσής τους, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και του φόρου που παρακρατείται ανεξ4ρτητα από το χρόνο βεβαίωσής τους 2. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές και γενικά εντεταλμένοι στη διοίκηση του νομικού προσώπου, κατά το χρόνο της διάλυσης των λοιπών νομικών προσώπων του άρθρου 101, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και των φόρων που παρακρατούνται, ανεξάρτητα από τον χρόνο βεβαίωσής τους. 3. Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους παρακρατούμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν ως εξής: α)…. β)….΄΄. Επίσης, ο ν. 3190/1955 ΄΄Περί Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης΄΄, (ΦΕΚ 91 Α), όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα και ισχύει, ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι: ΄΄1. Δια του καταστατικού ή δι’ αποφάσεως της συνελεύσεως των εταίρων, η διαχείρισις των εταιρικών υποθέσεων και η εκπροσώπησις της εταιρείας δύναται να ανατεθεί εις ένα ή πλείονας εταίρους ή μη εταίρους επί ορισμένον χρόνον ή μη. 2. … 3. Η απόφαση της Συνέλευσης για το διορισμό των διαχειριστών…υποβάλλεται στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 8. Στη δημοσιότητα αυτή υποβάλλεται επίσης η με οποιοδήποτε τρόπο λήξη της διαχείρισης ως ένα ή περισσότερους διαχειριστές. Ελάττωμα ως προς το διορισμό των διαχειριστών δεν αντιτάσσεται στους καλόπιστους τρίτους, εφόσον τηρήθηκαν οι σχετικές με το διορισμό τους διατυπώσεις δημοσιότητας. 4…΄΄ (άρθρο 17), ΄΄1. Με επιμέλεια κάθε εταίρου διαχειριστή και με δαπάνες της ενδιαφερόμενης εταιρείας, δημοσιεύονται, στο Τεύχος Ανωνύμων Εταιριών και Εταιρειών Περιορισμένης ευθύνης των πράξεων και των στοιχείων που υποβάλλονται σε δημοσιότητα… Ο Γραμματέας κάθε Πρωτοδικείου τηρεί μητρώο Εταιρειών Περιορισμένής Ευθύνης, που αποτελείται από: α)… β) τη μερίδα κάθε εταιρείας … Στη μερίδα της Εταιρείας καταχωρίζονται σι πράξεις και τα στοιχεία που υποβάλλονται σε δημοσιότητα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου΄΄ (άρθρο 8). Με την ανωτέρω διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 22 του ν. 2648/1998, η οποία άρχισε να ισχύει από 1.12.1998 εισήχθη για πρώτη φορά ευθύνη των κατά το άρθρο 115 του ν. 2238/1994, αναφερομένων προσώπων και κατά το χρόνο λειτουργίας της επιχείρησης, για την καταβολή των οφειλομένων στο Δημόσιο φόρων, σε αντίθεση με το προγενέστερο νομικό καθεστώς που θέσπιζε ευθύνη των ανωτέρω προσώπων μόνον κατά το χρόνο που το νομικό πρόσωπο βρισκόταν στο στάδιο της διάλυσης. Λαμβάνοντας υπόψη όμως, ότι οι ανωτέρω διατάξεις είναι φορολογικού περιεχομένου και δεν προβλέπεται αναδρομική εφαρμογή, η οποία άλλωστε, θα περιοριζόταν από το άρθρο 7 παρ 2 του Συντάγματος, για να είναι νόμιμη η εκτέλεση που επιχειρείται κατ’ επίκληση των διατάξεων αυτών, σε βάρος των ανωτέρω προσώπων, σε χρόνο που το νομικό πρόσωπο βρίσκεται σε λειτουργία, πρέπει σε κάθε περίπτωση το χρέος για το οποίο επισπεύδεται η εν λόγω εκτέλεση να έχει δημιουργηθεί μετά έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου, καθόσον δεν προσδίδεται στις διατάξεις του αναδρομική ισχύ. (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2028/1997, ΔιΔικ 1998/475, ΜΔΠΑθηνών 2464/2001, 340/2001,5027/2003, 475/2000, ΔΠΠειραιώς 3430/2003 κα).

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με τις … ταμειακές βεβαιώσεις βεβαιώθηκαν σε βάρος της εταιρείας ΄΄…΄΄ χρέη συνολικού ποσού 69.118,47 ευρώ (κεφάλαιο 50.730,66 Ευρώ και προσαυξήσεις 18.387,81 ευρώ), προερχόμενα από οφειλές φόρου προστιθέμενης αξίας, φόρου εισοδήματος και τέλος χαρτοσήμου, οι οποίες ανάγονται στα έτη 1989 – 1990. Ακολούθως, ο ανακόπτων με υπ’ αριθμ. Πρωτ. … έγγραφο του Προϊσταμένου της διάδικης Δ.Ο.Υ. κλήθηκε να καταβάλει το ανωτέρω ποσό, ως διαχειριστής της ως άνω εταιρείας, ευθυνόμενος προσωπικώς και αλληλεγγύως για την καταβολή των χρεών αυτής, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 115 του ν. 2238/1994, ενώ περαιτέρω, ενημερώθηκε ότι δεν ευθύνεται για φόρο προστιθέμενης αξίας ποσού 52.383,00 ευρώ, οικονομικού έτους 1990, τον οποίο κλήθηκε να καταβάλει με το … έγγραφο του ιδίου καθώς και ότι τα ληξιπρόθεσμα χρέη επιβαρύνονται με προσαύξηση 1,5% μηνιαίως.

Επειδή, ήδη με την κρινόμενη ανακοπή, το από 3.3.2004, νομοτύπως κατατεθέν, δικόγραφο προσθέτων λόγων, όπως οι λόγοι αυτών αναπτύσσονται με το από 18.2.2005 υπόμνημα ο ανακόπτων ζητά την ακύρωση του ανωτέρω εγγράφου, κατά το μέρος που με αυτό καλείται να καταβάλει ληξιπρόθεσμα χρέη συνολικού ποσού 69.118,47 ευρώ, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι αυτά αφορούν φόρους που δημιουργήθηκαν μετά τη θέση σε ισχύ των διατάξεων του άρθρου 22 του ν. 2648/1998 και σε κάθε περίπτωση, πραγματοποιήθηκαν μετά την αποχώρησή του από την εταιρεία και την αποβολή της ιδιότητας του διαχειριστή. Προς απόδειξη του ισχυρισμού του, μεταξύ άλλων, προσάγει και επικαλείται: α) τα με αριθμ. … και … συμβολαιογραφικά έγγραφα του συμβολαιογράφου Αθηνών …, περί ιδρύσεως της ως άνω εταιρείας και περί τροποποιήσεως της αρχικής της επωνυμίας (΄΄…΄΄), αντιστοίχως. Από τα ανωτέρω συμβολαιογραφικά έγγραφα, αντίγραφα των οποία καταχωρήθηκαν στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών με αύξοντα αριθμό …, αντιστοίχως, προκύπτει ότι διαχειριστές και νόμιμοι εκπρόσωποι της εν λόγω εταιρείας ορίστηκαν για αόριστο χρόνο, ο εκ των εταίρων, … (ανακόπτων) και ο μη εταίρος …, ενεργώντας ατομικά ή συλλογικά, β) το … συμβολαιογραφικό έγγραφο της συμβολαιογράφου Αθηνών …, περί τροποποίησης του καταστατικού της εταιρείας, αντίγραφο του οποίου καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών, με αύξοντα αριθμό … και όμοιο του παραλήφθηκε από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου στις 16.2.1990. Από το ανωτέρω συμβολαιογραφικό έγγραφο προκύπτει ότι η διαχείριση και εκπροσώπηση της εταιρείας ανατέθηκε, σε αντικατάσταση του ανακόπτοντος και για αόριστο χρόνο, στον …, γ) το … συμβολαιογραφικό έγγραφο της συμβολαιογράφου Αθηνών …, περί μεταβίβασης των πέντε εταιρικών μεριδίων που κατείχε ο ανακόπτων στον …, αντίγραφο του οποίου καταχωρήθηκε στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών, με αύξοντα αριθμό … και όμοιό του παραλήφθηκε από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου στις 16.2.1990. Εξάλλου, το Ελληνικό Δημόσιο με την υπ’αριθμ. … έκθεση απόψεών του και το από 21.2.2005 υπόμνημά του, προβάλλει ότι ο ανακόπτων, ενόψει του ότι η εταιρεία δεν έχει λυθεί μέχρι σήμερα, ευθύνεται για τα χρέη αυτής για το χρονικό διάστημα που διατέλεσε διαχειριστής δηλαδή μέχρι τις 5.2.1990, οπότε η διαχείριση ανατέθηκε στον …, στον οποίο ο ανακόπτων μεταβίβασε τα εταιρικά του μερίδια.

Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά ανωτέρω, λαμβάνοντας υπόψη ότι, στην περίπτωση που το νομικό πρόσωπο εξακολουθεί να υπάρχει, τα προβλεπόμενα στο άρθρο 115 του ν. 2238/1994 πρόσωπα υπέχουν πρόσθετη υποχρέωση για την πληρωμή φορολογικών οφειλών που βαρύνουν το νομικό πρόσωπο, εφόσον αυτές δημιουργήθηκαν μετά την 1.12.1998, ενώ αντίθετα, δεν ευθύνονται με την ατομική τους περιουσία, για χρέη της εταιρείας που δημιουργήθηκαν πριν την ανωτέρω ημερομηνία, λόγω της μη αναδρομικής εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 22 παρ 7 του ν. 2648/1998, ότι με το υπ’αριθμ. … έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου κλήθηκε ο ανακόπτων, με την ιδιότητα του διαχειριστή, να καταβάλει οφειλές που βεβαιώθηκαν σε βάρος της εταιρείας ΄΄…΄΄, η οποία μέχρι σήμερα βρίσκεται σε λειτουργία, σι οποίες (οφειλές) ανάγονται στα έτη 1989 και 1990, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ανακόπτων δεν ευθύνεται για την καταβολή των ανωτέρω χρεών. Επομένως, μη νομίμως κλήθηκε ο ανακόπτων με την προσβαλλόμενη να καταβάλει το ένδικο ποσό, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού λόγου της προσφυγής και απορριπτομένων ως αβασίμων των αντίθετων ισχυρισμών του Ελληνικού Δημοσίου.

Δέχεται την ανακοπή.

Like this article?

Share on linkedin
Share on Linkedin
Share on facebook
Share on Facebook
Scroll to Top