Μακροχρόνια Παύση Εκμεταλλεύσεως Γεωργικών Γαιών- ΟΠΕΚΕΠΕ-Διοικητική Σύμβαση

Διοικητικές συμβάσεις. Οι συμβάσεις στο πλαίσιο του κοινοτικού προγράμματος «Μακροχρόνια Παύση Εκμετάλλευσης Γεωργικών Γαιών» του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2078/1992 είναι διοικητικές. Ο ΟΠΕΚΕΠΕ είναι υπόχρεος καταβολής των οικονομικών ενισχύσεων. Δεν νομιμοποιείται παθητικά για την άσκηση της αγωγής.

 

Αριθμός 1035/2018

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Στ΄

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 9 Ιανουαρίου 2017, με την εξής σύνθεση: Χρ. Ράμμος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Στ΄ Τμήματος, Δ. Αλεξανδρής, Β. Αραβαντινός, Σύμβουλοι, Στ. Λαμπροπούλου, Δ. Τομαράς, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ελ. Γκίκα, Γραμματέας του Στ΄ Τμήματος.

Για να δικάσει την από 1η Δεκεμβρίου 2009 αίτηση: της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…..», που εδρεύει στο … Αττικής (…), η οποία παρέστη με τους δικηγόρους: α) Σωτήριο Μπρέγιαννο (Α.Μ. 8917) και β) Πέτρο Μηλιαράκη (Α.Μ. 6376), που τους διόρισε στο ακροατήριο ο νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας Δημήτριος Καρακώστας, κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο παρέστη με την Ελένη Λευθεριώτου, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα εταιρεία επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1459/2009 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του εισηγητή, Συμβούλου Δ. Αλεξανδρή. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τους πληρεξούσιους της αναιρεσείουσας εταιρείας, οι οποίοι ανέπτυξαν και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησαν να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του αναιρεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, η οποία ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

 

Α φ ο ύ  μ ε λ έ τ η σ ε  τ α  σ χ ε τ ι κ ά  έ γ γ ρ α φ α

Σ κ έ φ θ η κ ε  κ α τ ά  τ ο ν  Ν ό μ ο

  1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (..-../2009 ειδικά έντυπα παραβόλου, σειράς Α΄), ζητείται εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς η αναίρεση της 1459/2009 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απερρίφθη, ως απαράδεκτη, αγωγή της ήδη αναιρεσείουσας εταιρείας, με την οποία είχε ζητήσει να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να της καταβάλει νομιμοτόκως: α) το ποσό των 447.274 €, που αντιστοιχεί σε πληρωμές και ενισχύσεις για τα έτη 2001 – 2003, που, κατά τους ισχυρισμούς της, εδικαιούτο δυνάμει της από 14.11.1997 σύμβασης εκμεταλλεύσεως που είχε συνάψει με το καθ’ ου η αίτηση Ελληνικό Δημόσιο στο πλαίσιο εφαρμογής του κοινοτικού προγράμματος «Μακροχρόνια Παύση Καλλιέργειας Γεωργικών Γαιών»,  β) το ποσό των 122.000 €, ως διαφυγόντα κέρδη από την ίδια αιτία, καθώς και γ) το ποσό των 40.000 €, ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που, κατά τους ισχυρισμούς της, υπέστη από την παράνομη παράλειψη του αναιρεσιβλήτου να προβεί στην καταβολή των πληρωμών και ενισχύσεων που της όφειλε.
  2. Επειδή, στο άρθρο 53 παρ. 3 και 4 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 35 παρ. 1 και 2 του ν. 3772/2009 (Α΄ 112) και υπό την ισχύ του οποίου κατατέθηκε η υπό κρίση αίτηση, ορίζεται ότι: «3. Δεν επιτρέπεται η άσκηση αίτησης αναιρέσεως όταν το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας είναι κατώτερο από σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ. Ειδικώς στις διαφορές από διοικητικές συμβάσεις, το όριο αυτό ορίζεται σε διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ…». Σύμφωνα εξάλλου, με το άρθρο 51 του ίδιου νόμου, η ισχύς αυτού αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (10.7.2009), εκτός εάν στις επί μέρους διατάξεις του ορίζεται διαφορετικά. Η κρινόμενη αίτηση, η οποία καταλαμβάνεται από την προεκτεθείσα ρύθμιση ως εκ του χρόνου ασκήσεώς της (1.12.2009) ασκείται παραδεκτώς από απόψεως ποσού, δεδομένου ότι όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το ποσό της διαφοράς που άγεται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι ανώτερο από 200.000 ευρώ.
  3. Επειδή, με το άρθρο 1 του Κανονισμού (ΕΟΚ) 2078/92 του Συμβουλίου «σχετικά με μεθόδους γεωργικής παραγωγής που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος καθώς και με τη διατήρηση του φυσικού χώρου» (L 215) θεσπίσθηκε καθεστώς ενισχύσεων, το οποίο αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, στην ενθάρρυνση της παύσης της καλλιέργειας γεωργικών εκτάσεων μακροπρόθεσμα, για περιβαλλοντικούς λόγους. Στο άρθρο 2 του ίδιου Κανονισμού προβλέφθηκαν μέτρα για την επίτευξη του σκοπού αυτού, με την παροχή οικονομικών ενισχύσεων στους κατόχους γεωργικών εκμεταλλεύσεων, οι οποίοι θα ανελάμβαναν και την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, να προβούν στην παύση της καλλιέργειας γεωργικών εκτάσεων για περίοδο τουλάχιστον είκοσι (20) ετών, προκειμένου οι εκτάσεις αυτές να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς που συνδέονται με το περιβάλλον, ιδίως δε για τη δημιουργία βιοτόπων ή εθνικών δρυμών ή για την προστασία υδρολογικών συστημάτων (άρθρο 2 παρ. 1 περ. στ). Περαιτέρω, με το άρθρο 3 παρ. 4 του ίδιου Κανονισμού παρεσχέθη στα κράτη μέλη η δυνατότητα να θεσπίσουν κανονιστικό πλαίσιο που να προβλέπει την οριζόντια εφαρμογή μίας ή και περισσότερων ενισχύσεων του άρθρου 2 στο σύνολο της επικράτειάς τους, ενώ με το άρθρο 5 παρ. 1 ορίσθηκε ότι τα κράτη μέλη καθορίζουν, μεταξύ άλλων, και τους όρους τους οποίους πρέπει να δεχθεί ο δικαιούχος, για να είναι δυνατό να επαληθεύεται και να ελέγχεται η τήρηση των δεσμεύσεων που ο ίδιος έχει αναλάβει. Εξάλλου, ο Κανονισμός (ΕΚ) 746/96 της Επιτροπής «περί λεπτομερειών εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΟΚ) αρ. 2078/92 του Συμβουλίου…» (L 102), όρισε, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 20 ότι: «1. Σε περίπτωση αχρεωστήτως πραγματοποιηθείσας καταβολής, ο ενδιαφερόμενος κάτοχος της εκμετάλλευσης υποχρεούται να επιστρέψει τα ποσά αυτά, προσαυξημένα κατά το επιτόκιο που υπολογίζεται ανάλογα με το χρονικό διάστημα που παρήλθε μεταξύ της πληρωμής και της επιστροφής από το δικαιούχο. … 2. Τα κράτη μέλη καθορίζουν το καθεστώς κυρώσεων που εφαρμόζονται για την αθέτηση των ανειλημμένων υποχρεώσεων και τις παραβάσεις των σχετικών κανονιστικών διατάξεων και λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλίσουν την εφαρμογή τους…». Σε εκτέλεση του Κανονισμού 2078/92 θεσπίσθηκε το ελληνικό πρόγραμμα μακροχρόνιας παύσης καλλιέργειας γεωργικών γαιών με την υπ’ αριθ. 237/348747/8765/9.9.1996 κοινή απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών, η οποία τροποποιήθηκε με τις υπ’ αριθ. 218727/7.7.2006 (Β΄ 1063) και 238868/31.10.2008 (Β΄ 2269) όμοιες αποφάσεις. Με την απόφαση αυτή ορίσθηκε ότι «Το πρόγραμμα έχει σκοπό να ενθαρρύνει τη μακροχρόνια παύση της καλλιέργειας γεωργικών γαιών για περιβαλλοντικούς λόγους» και ότι «περιλαμβάνει τα ακόλουθα δύο μέτρα: ΜΕΤΡΟ Α΄: Δημιουργία βιοτόπων και φυσικών πάρκων σε περιοχές οικολογικού ενδιαφέροντος. ΜΕΤΡΟ Β΄: Προστασία υδρολογικών συστημάτων από τη γεωργική ρύπανση», περαιτέρω δε καθορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, οι δικαιούχοι του προγράμματος, οι δεσμεύσεις τους (μεταξύ των οποίων η υποβολή Σχεδίου Περιβαλλοντικής Διαχείρισης, υποκειμένου σε έγκριση από την αρμόδια αρχή), οι όροι που όφειλαν να τηρούν οι δικαιούχοι (μεταξύ των οποίων η λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για να εμποδισθεί η βόσκηση και το κυνήγι στην περιοχή εφαρμογής του προγράμματος), καθώς και οι ασκούμενοι διοικητικοί έλεγχοι και οι επιβαλλόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης από τους δικαιούχους των όρων του προγράμματος. Ειδικότερα, ως προς τους διοικητικούς ελέγχους και τις κυρώσεις, στην ανωτέρω κοινή υπουργική απόφαση (σημείο 8, με τίτλο «Έλεγχοι-Κυρώσεις») ορίσθηκε, μεταξύ άλλων, ότι «Κατά την εφαρμογή του προγράμματος πραγματοποιούνται επιτόπιοι έλεγχοι αιφνιδιαστικοί ή κατόπιν προειδοποίησης, … για να διαπιστωθεί η τήρηση των προβλεπομένων δεσμεύσεων από τους δικαιούχους», ότι «Στην περίπτωση ελεγχόμενης βόσκησης (βιολογική καταπολέμηση ζιζανίων) ο παραγωγός οφείλει να ειδοποιήσει γραπτώς την αρμόδια αρχή, τουλάχιστον 7 ημέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης της βόσκησης» και ότι «Στην περίπτωση που ο δικαιούχος δώσει ψευδή στοιχεία κατά τη συμπλήρωση της αίτησής του ή διαπιστωθεί ότι είναι ανειλικρινής κατά την εφαρμογή του προγράμματος ή ότι εκ προθέσεως εξαπατά ή επιχειρεί να εξαπατήσει τις ελεγκτικές αρχές, αποβάλλεται του προγράμματος και επιστρέφει τις καταβληθείσες ενισχύσεις επιβαρυμένες δια του νομίμου τόκου, σύμφωνα με τις διατάξεις (…) Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων. Επιπροσθέτως, σε συνάρτηση με το βαθμό αθέτησης των υποχρεώσεών του μπορεί να χάσει το δικαίωμα να λάβει οποιαδήποτε οικονομική ενίσχυση από το Ελληνικό Δημόσιο που αφορά προσανατολισμό της γεωργίας για μία δεκαετία, κατόπιν απόφασης του Δ/ντή Αγροτικής Ανάπτυξης της οικείας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης. Στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι ο ελεγχόμενος εφαρμόζει το πρόγραμμα μερικώς ή με τρόπο ελλιπή, που θέτει σε κίνδυνο την επιτυχία του προγράμματος, εφαρμόζονται σε βάρος του κλιμακούμενες κυρώσεις με βάση την αρχή της αναλογικότητας. … Το Δημόσιο έχει δικαίωμα μονομερούς ανανέωσης των οικονομικών όρων της σύμβασης με τον δικαιούχο, κατόπιν έγκρισης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εφόσον κατά την διάρκεια του προγράμματος μεταβληθούν σημαντικά τα οικονομικά δεδομένα (καλλιεργητικό κόστος, τιμές αγροτικών προϊόντων κ.λπ.), πάνω στα οποία στηρίχθηκε ο υπολογισμός της στρεμματικής ενίσχυσης». Επίσης, η ανωτέρω κοινή υπουργική απόφαση (237/348747/8765/ 9.9.1996 Β΄ 1063) όρισε (σημείο 10, με τίτλο «Συμβάσεις») ότι  «Ο δικαιούχος του οποίου εγκρίνεται η αίτηση ένταξης στο Πρόγραμμα υπογράφει σύμβαση εικοσαετούς διάρκειας με το Υπουργείο Γεωργίας. Στη σύμβασή του περιγράφονται οι συγκεκριμένες δεσμεύσεις που αναλαμβάνει στα πλαίσια του Προγράμματος. Το Ελληνικό Δημόσιο αναλαμβάνει έναντι αυτών των δεσμεύσεων να του καταβάλει ένα σταθερό ποσό σε ECU/στρ. ετησίως, το οποίο αποτελεί τη βασική ενίσχυση…». Εξάλλου, με την υπ’ αριθ. 79184/1957/6.11.1996 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής της Κ.Υ.Α. 237/348747/8765/9.9.1996 για την υλοποίηση του προγράμματος, καθορίσθηκαν, μεταξύ άλλων, οι διενεργούμενοι έλεγχοι κατά την εφαρμογή του και οι επιβλητέες κυρώσεις σε περιπτώσεις παραβίασης των όρων του. Ειδικότερα, με την ως άνω υπουργική απόφαση (79184/1957/6.11.1996) προβλέφθηκαν διοικητικοί έλεγχοι και κατά την εφαρμογή του, οι οποίοι διακρίνονται σε επιτόπιους ελέγχους κατόπιν προειδοποίησης, σε επιτόπιους ελέγχους σε περιπτώσεις εφαρμογής ελεγχόμενης βόσκησης, σε επιτόπιους αιφνιδιαστικούς ελέγχους και σε ελέγχους κατά την πληρωμή (σημεία 7.2 και 7.3). Επίσης, προβλέφθηκε (σημείο 7.4) η επιβολή κυρώσεων διοικητικού χαρακτήρα σε βάρος των ελεγχομένων για παραβάσεις υποχρεώσεών τους, ορίσθηκε δε ειδικότερα, μεταξύ άλλων, ότι «Η μη τήρηση από τον δικαιούχο των απαγορεύσεων του προγράμματος συνεπάγεται μη καταβολή των ενισχύσεων για το υπόψη έτος», καθώς και ότι «Επανάληψη για δεύτερη φορά συνεπάγεται οριστική του αποβολή εκ του προγράμματος» (σημείο 7.4.5). (ΑΕΔ 1/2015).
  4. Επειδή, εξάλλου, ο ν. 992/1979 «Περί οργανώσεως των διοικητικών υπηρεσιών δια την εφαρμογήν της Συνθήκης Προσχωρήσεως της Ελλάδος εις τας Ευρωπαϊκάς Κοινότητας και ρυθμίσεως συναφών θεσμικών και οργανωτικών θεμάτων» (Α΄ 280), με το άρθρο 23 παρ. 1 αυτού είχε συστήσει στο Υπουργείο Γεωργίας υπηρεσία υπό τον τίτλο «Υπηρεσία Διαχειρίσεως Αγορών Γεωργικών Προϊόντων» (Υ.Δ.Α.ΓΕ.Π.), με αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, την εφαρμογή της πολιτικής επί των παρεμβάσεων στις αγορές στην Ελλάδα κοινοτικών γεωργικών προϊόντων. Η Υπηρεσία αυτή μετονομάστηκε, αρχικά σε Διεύθυνση Διαχείρισης Αγορών Γεωργικών Προϊόντων» (ΔΙ.Δ.Α.ΓΕ.Π.), και τελικά με το π.δ/μα 385/1994, σε Γενική Διεύθυνση Διαχείρισης Αγορών Γεωργικών Προϊόντων (ΓΕ.ΔΙ.Δ.Α.ΓΕ.Π.), με αρμοδιότητες, μεταξύ άλλων, τη σύναψη συμβάσεων με τους φορείς παρέμβασης, την παρακολούθηση των αποθεμάτων, τη διαπίστωση και βεβαίωση ελλειμμάτων ή πλεονασμάτων και τον καταλογισμό, κατά περίπτωση, καθώς και τη ρύθμιση κάθε άλλου θέματος αγοραστικής παρέμβασης. Επακολούθησε ο ν. 2367/1998  (Α΄ 200), με τον οποίο συστάθηκε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων» (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.), το οποίο, στη συνέχεια, με το άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 2732/1999 (Α΄ 154) μετατράπηκε σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Οι αρμοδιότητες εξάλλου, του εν λόγω Οργανισμού ορίσθηκαν στο άρθρο 14 παρ. 2 του ν. 2637/1998, ενώ στο άρθρο 29 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίστηκε ότι μετά την έναρξη λειτουργίας του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. καταργούνται με απόφαση του Υπουργού Γεωργίας η ΓΕ.ΔΙ.Δ.Α.ΓΕ.Π. καθώς και οι οργανικές της μονάδες από τη δημοσίευση δε της σχετικής πράξης δικαιώματα, προνόμια και υποχρεώσεις που ασκούσαν υπέρ του Δημοσίου ή είχαν αναλάβει κατά του Δημοσίου οι καταργούμενες οργανικές μονάδες της ΓΕ.ΔΙ.Δ.Α.ΓΕ.Π. περιέρχονται αυτοδικαίως στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., ως καθολικό διάδοχο αυτών, χωρίς άλλη διατύπωση. Ακολούθως, με την 352/338995/1906/24.3.1999 κοινή απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών τροποποιήθηκε ο τίτλος του προγράμματος από «Μακροχρόνια παύση καλλιέργειας γεωργικών γαιών» σε «Μακροχρόνια παύση εκμεταλλεύσεως γεωργικών γαιών», ενώ με την 394555/1.11.2000 κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Γεωργίας (Β΄ 1324) ανατέθηκαν στις νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις της χώρας οι «αρμοδιότητες που αφορούν στη χορήγηση οικονομικών ενισχύσεων του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) – Τμήμα Εγγυήσεων και βαρύνουν τον Ειδικό Λογαριασμό Γεωργικών Προϊόντων (ΕΛΕΓΕΠ)» ορίστηκε δε ότι για την άσκηση των ως άνω αρμοδιοτήτων συστήνεται υπηρεσιακή μονάδα στο πλαίσιο των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων, ενώ ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. και το Υπουργείο Γεωργίας, καθ’ ο μέρος είναι αρμόδιοι, ελέγχουν τις υπηρεσιακές αυτές μονάδες, για την ορθή εφαρμογή της εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας. Στη συνέχεια, με την 428/339372/661/ 2.2.2001 κοινή απόφαση των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών (Β΄ 280) εγκρίθηκε η εφαρμογή των προγραμμάτων του αγροτοπεριβαλλοντικού μέτρου του Εγγράφου Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης (Ε.Π.Α.Α.) για τα έτη 2000 – 2006, στην απόφαση δε αυτή ορίζεται ότι στο μέτρο αυτό περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, το πρόγραμμα μακροχρόνιας παύσης εκμετάλλευσης γεωργικών γαιών. [Περαιτέρω, με την 229914/14.2.2002 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και Γεωργίας (Β΄ 169) συγκροτήθηκε στο Υπουργείο Γεωργίας, η Κεντρική Επιτροπή Παρακολούθησης και Ελέγχου (ΚΕΠΕ) του Προγράμματος «Μακροχρόνια Παύση Εκμετάλλευσης Γεωργικών Γαιών – Καν. (ΕΟΚ) 2078/1992»]. Εξάλλου, με το άρθρο 10 της 126710/20-3-2003 (Β΄ 336) κοινής αποφάσεως των Υπουργών Οικονομικών, Εσωτερικών και Γεωργίας «Διαδικασία και τρόπος πληρωμής των Αγροπεριβαλλοντικών Μέτρων του Εγγράφου Προγραμματισμού Αγροτικής Αναπτύξεως (Ε.Π.Α.Α.) 2000 – 2006 Καν. (Ε.Κ.) 1257/1999», ορίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. είναι ο Οργανισμός Πληρωμής των Αγροπεριβαλλοντικών Μέτρων, ότι οι σχετικές πιστώσεις εγγράφονται στον τακτικό προϋπολογισμό εξόδων του Υπουργείου Γεωργίας, ότι η συνολική δαπάνη (εθνική και κοινοτική συμμετοχή) που προκύπτει από την εφαρμογή του μέτρου, βαρύνει τον Ειδικό Λογαριασμό Εγγυήσεων Γεωργικών Προϊόντων (ΕΛΕΓΕΠ) και ότι δικαιούχος της κοινοτικής συμμετοχής έχει καθοριστεί το Ελληνικό Δημόσιο. Εξάλλου, με τα άρθρα 5 και 6 της 12670/2003 κ.υ.α. (όπως τροποποιήθηκε) καθορίστηκε η διαδικασία της πληρωμής αυτής, ως εξής: Μετά την υπογραφή της σύμβασης με το δικαιούχο, η αρμόδια Ν.Α. – Δ/νση Γεωργίας/Αγροτικής Ανάπτυξης συντάσσει Συγκεντρωτική Κατάσταση Ελέγχων και, ετοιμάζει φάκελο πληρωμής ξεχωριστά για τους δικαιούχους που έχουν ενταχθεί με τον Καν. 2078/92 και για όσους έχουν ενταχθεί με τον Καν. 1257/99 και προβαίνει στην αναγνώριση και εκκαθάριση της δαπάνης. Ο φάκελος διαβιβάζεται στο οικείο Τμήμα του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., το οποίο, αφού κάνει τον έλεγχο του φακέλου πληρωμής, τον διαβιβάζει στο Τμήμα Λογιστηρίου για την έκδοση εντολής πληρωμής. Η εντολή πληρωμής, η οποία εκδίδεται ανά Ν.Α., αποστέλλεται στο τραπεζικό ίδρυμα με το οποίο συνεργάζεται ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., το οποίο προχωρεί στην πίστωση του λογαριασμού των δικαιούχων. Η αρμόδια Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης, μετά την παραλαβή των αρχείων πιστώσεως των λογαριασμών των δικαιούχων, συντάσσει έκθεση συμφωνίας ανά εντολή πληρωμής, η οποία αποστέλλεται στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε..
  5. Επειδή, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι με την έναρξη λειτουργίας του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. καταργήθηκε η ΓΕ.ΔΙ.Δ.Α.ΓΕ.Π. (πρώην ΔΙ.Δ.Α.ΓΕ.Π.), και δικαιώματα, προνόμια και υποχρεώσεις που είχε αναλάβει αυτή υπέρ ή κατά του Δημοσίου, περιήλθαν αυτοδικαίως στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.. Εξάλλου, η αρμοδιότητα του Υπουργού Γεωργίας (ήδη Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων), για τη σύναψη συμβάσεων κατ’ εφαρμογή της υπ’ αριθ. 237/348747/8765/9.9.1996 κοινής απόφασης των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών σχετικά με το κοινοτικό πρόγραμμα μακροχρόνιας παύσεως εκμεταλλεύσεως γεωργικών γαιών, ουδέποτε περιήλθε στη ΓΕ.ΔΙ.Δ.Α.ΓΕ.Π., και ως εκ τούτου, δεν τίθεται ζήτημα μεταβιβάσεως, μετά την κατάργηση της εν λόγω Γενικής Διευθύνσεως, της αρμοδιότητας αυτής στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., (ΑΕΔ. 1/2015). Δεδομένου δε ότι η αρμοδιότητα του Υπουργού Γεωργίας να υπογράφει τις σχετικές συμβάσεις εξακολουθεί να ανήκει σε αυτόν, το Ελληνικό Δημόσιο είναι υπόχρεο προς καταβολή των αξιώσεων που απορρέουν από την εκτέλεση των συμβάσεων αυτών.
  6. Επειδή, περαιτέρω, όπως έχει παγίως κριθεί, διοικητική θεωρείται μία σύμβαση, εφόσον πληρούνται σωρευτικώς οι εξής προϋποθέσεις: α) ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη είναι το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, β) με την σύναψη της σύμβασης επιδιώκεται η εξυπηρέτηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε σκοπό δημοσίου συμφέροντος, γ) ο συμβατικός δεσμός διέπεται από εξαιρετικές ρήτρες, δηλαδή όρους αποκλίνοντες από το κοινό δίκαιο, οι οποίοι εξασφαλίζουν στο Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπερέχουσα έναντι του αντισυμβαλλομένου θέση, η οποία δεν προσιδιάζει σε συμβαλλόμενο σε σύμβαση συναπτόμενη σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου, ιδίως δε παρέχεται η δυνατότητα, με βάση τη σχετική νομοθεσία ή και με τους όρους της ίδιας της σύμβασης αυτοτελώς, προς το συμβαλλόμενο Δημόσιο ή Ν.Π.Δ.Δ. να επεμβαίνει μονομερώς στη σύμβαση και να επιβάλλει κυρώσεις στον αντισυμβαλλόμενό του 

(βλ. ΑΕΔ. 1/2015, 21/1997, 42/2011, 21/2012, 205/2017 κ.ά. ΣτΕ 1031/1995 Ολομ., 3602/2005 επταμ. κ.ά.). Εξάλλου, με το άρθρο 1 παρ. 1 του ν. 1406/1983 (Α΄ 182) υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, οι οποίες δεν είχαν μέχρι τότε υπαχθεί σε αυτά, μεταξύ δε των διαφορών αυτών περιλαμβάνονται, κατά την παρ. 2 περ. ι΄ του ανωτέρω άρθρου, και οι διαφορές από διοικητικές συμβάσεις, εκδικαζόμενες, κατά το άρθρο 7 παρ. 2 του ίδιου νόμου και στη συνέχεια κατά το άρθρο 6 παρ. 2 περ. α΄ του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, από τα διοικητικά εφετεία.

  1. Επειδή, όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με την 82548/1806/8.10.1997 απόφαση του προϊσταμένου της Διευθύνσεως Χωροταξίας και Προστασίας Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας εγκρίθηκε η ένταξη στο κοινοτικό πρόγραμμα «Μακροχρόνια παύση εκμεταλλεύσεως γεωργικών γαιών» αγροτικής εκτάσεως, συνολικού εμβαδού 8.500 στρεμμάτων, που ανήκε στην κυριότητα της πρώην κοινότητας … και η οποία βρισκόταν εντός των διοικητικών ορίων του ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου … . Η έκταση αυτή, η οποία, κατόπιν νεότερης επαναμέτρησης, υπολογίσθηκε σε 6.204 στρέμματα, εκμισθώθηκε, ακολούθως, στην αναιρεσείουσα εταιρεία για χρονικό διάστημα είκοσι ετών και προς τον σκοπό της μακροχρόνιας παύσης της γεωργικής εκμεταλλεύσεώς της. Προς τούτο, η αιτούσα συνήψε την από 14.11.1997 «σύμβαση εκμετάλλευσης», η οποία υπεγράφη στη .. υπό του νομίμου εκπροσώπου της και του προϊσταμένου της Διευθύνσεως Αγροτικής Ανάπτυξης της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως …, ενεργούντος για λογαριασμό του Υπουργείου Γεωργίας. Δυνάμει της τελευταίας αυτής συμβάσεως, η αναιρεσείουσα ανέλαβε την υποχρέωση να εντάξει στο πρόγραμμα την, κατά τα ανωτέρω, μισθωθείσα έκταση και να εκπληρώσει τις εξ αυτού απορρέουσες υποχρεώσεις έναντι ετήσιας στρεμματικής πληρωμής (20,5 ECU ανά στρέμμα) και πρόσθετης κοινοτικής ενίσχυσης, όπως το ύψος αυτής προσδιοριζόταν με την εν λόγω σύμβαση. Μετά από τριετή εφαρμογή της συμβάσεως (1998 – 2000), διάστημα κατά το οποίο το Ελληνικό Δημόσιο κατέβαλε τα οφειλόμενα για τα αντίστοιχα έτη ποσά, ετέθη ζήτημα περί του δασικού ή μη χαρακτήρα της εκμισθωθείσης εκτάσεως, συγχρόνως δε ανέκυψε ζήτημα περί της εν γένει νομιμότητας της εντάξεως στο πρόγραμμα χορτολιβαδικών και δασικών εκτάσεων. Ειδικότερα, με την 108625/3781/3.12.2001 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας ορίσθηκε ότι, για την επιλεξιμότητα των υπό αγρανάπαυση γαιών, απαιτείται εφεξής βεβαίωση από την αρμόδια δασική υπηρεσία περί του μη δασικού χαρακτήρα τους, ενώ με την 229914/13.2.2002 κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Εσωτερικών, Δημόσιας Διοικήσεως και Αποκεντρώσεως και Γεωργίας συστάθηκε Κεντρική Επιτροπή Ελέγχου του Προγράμματος (Κ.Ε.Π.Ε.), προκειμένου να διερευνηθούν τυχόν παρατυπίες που είχαν συντελεσθεί κατά την εκτέλεσή του. Εντός του πλαισίου αυτού, συνετάγη, μεταξύ άλλων, η από 14.1.2003 έκθεση της Κ.Ε.Π.Ε., με την οποία προτάθηκε η αποβολή της αιτούσας από το πρόγραμμα, διότι, όπως διαπιστώθηκε, η έκταση που είχε, κατά τα ανωτέρω, μισθώσει διακατεχόταν απλώς από τον Δήμο … (πρώην κοινότητα …), ενώ είχε περιληφθεί στην καταγραφή του Βιβλίου Κτηματολογίου Ιδιωτικών Δασών του Δασονομείου … . Η έκταση χαρακτηρίσθηκε, ακολούθως, ως «δάσος σκληρόφυλλων, αειφύλλων πλατύφυλλων αναγνωρισμένο από το Υπουργείο Γεωργίας ως διακατεχόμενο», κατ’ αποδοχήν σχετικού αιτήματος της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως … (βλ. το ../ 20.9.2004 έγγραφο της Δ/νσης Δασών …). Για τους λόγους αυτούς, η αιτούσα έλαβε ενίσχυση μόνον για την τριετία 2001 – 2003, όχι δε και για τα υπόλοιπα έτη, παρά το γεγονός ότι, όπως η ίδια υποστηρίζει, συνέχισε την υλοποίηση του προγράμματος αγρανάπαυσης και για τα επόμενα έτη, χωρίς να εκδοθεί πράξη απεντάξεώς της ή άλλη απόφαση εκπτώσεώς της από το πρόγραμμα.
  2. Επειδή, επιδιώκοντας την καταβολή των πληρωμών και ενισχύσεων που, όπως ισχυρίζεται, εδικαιούτο βάσει της συμβάσεως που είχε συνάψει με το καθ’ ου η αίτηση Ελληνικό Δημόσιο στο πλαίσιο του, κατά τα ανωτέρω, κοινοτικού προγράμματος μακροχρόνιας παύσεως της καλλιέργειας αγροτικών εκτάσεων, η αιτούσα άσκησε αγωγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, το οποίο, με την 1369/2007 απόφασή του, την παρέπεμψε, λόγω αρμοδιότητας στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών. Το δικαστήριο αυτό, με την ήδη αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, απέρριψε την αγωγή, με την αιτιολογία ότι απαραδέκτως στρεφόταν κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο δεν ενομιμοποιείτο παθητικώς στη σχετική δίκη, καθόσον, όπως εκρίθη, υπόχρεος κατά νόμον προς ικανοποίηση των αγωγικών αξιώσεων της αναιρεσείουσας ήταν ο Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.). Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έγινε, ειδικότερα, δεκτό ότι, από την 3η.9.2001, είχε καταργηθεί η Γενική Διεύθυνση Διαχείρισης Αγορών Γεωργικών Προϊόντων του Υπουργείου Γεωργίας (ΓΕ.ΔΙ.Δ.Α.ΓΕ.Π.) και είχε αρχίσει η λειτουργία του συσταθέντος, με το άρθρο 13 του ν. 2637/1998 (Α΄ 200), Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., ο οποίος, με το άρθρο 4 του ν. 2732/1999 (Α΄ 154), μετατράπηκε από νομικό πρόσωπο δημοσίου σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Κατά την κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου, από τις ίδιες διατάξεις προέκυπτε, περαιτέρω, ότι ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. είχε αυτοδικαίως υπεισέλθει, ως καθολικός διάδοχός της, στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που ασκούσε η εν λόγω διεύθυνση του Υπουργείου Γεωργίας, συνεχίζοντας, μάλιστα, αυτοδικαίως και άνευ άλλης διατυπώσεως τις εκκρεμείς δίκες που αφορούσαν πράξεις και παραλείψεις της καταργηθείσης υπηρεσίας. Κατ’ εκτίμηση τούτων και λαμβάνοντας, περαιτέρω, υπόψη αφενός μεν ότι τα αιτούμενα, με την αγωγή, ποσά κοινοτικών ενισχύσεων των ετών 2001, 2002 και 2003 θα καταβάλλονταν εφεξής απολογιστικά, ήτοι στο τέλος εκάστου έτους εφαρμογής του προγράμματος (2002, 2003 και 2004, αντιστοίχως), όπως προέκυπτε από την από 24.10.2001 έγγραφη γνωστοποίηση της Διεύθυνσης Χωροταξίας και Προστασίας Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, αφετέρου δε ότι η αγωγή της αναιρεσείουσας ασκήθηκε την 30.7.2004, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο της καταργήσεως της ΓΕ.ΔΙ.Δ.Α.ΓΕ.Π., της οποίας καθολικός διάδοχος ήταν, κατά τα ήδη εκτεθέντα, ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε, το δικάσαν δικαστήριο έκρινε ότι υπόχρεος για την ικανοποίηση των ένδικων αξιώσεων της αιτούσας ήταν ο τελευταίος αυτός οργανισμός, ο οποίος, άλλωστε, είχε κατ’ επανάληψη ζητήσει από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Γεωργίας και της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως … διευκρινήσεις, στοιχεία και δικαιολογητικά, προκειμένου να προχωρήσει στις σχετικές πληρωμές για την τριετία 2001 – 2003 (βλ. τα ../19.11.2003, ../25.2.2004, ../10.9.2004 και …/15.11.2004 έγγραφα του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε.). Ήδη, με την υπό κρίση αίτηση, η αναιρεσείουσα, αμφισβητώντας τη νομιμότητα και την επάρκεια της αιτιολογίας της κρίσεως του δικάσαντος δικαστηρίου περί απαραδέκτου ασκήσεως της αγωγής της, ζητεί την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης εφετειακής αποφάσεως.
  3. Επειδή, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι υπόχρεος για την καταβολή των πληρωμών και ενισχύσεων που αφορούσαν την εφαρμογή του προγράμματος παύσης καλλιέργειας αγροτικών γαιών είναι το Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο υπήρξε και ο μοναδικός αντισυμβαλλόμενός της στη σχετικώς συναφθείσα σύμβαση εφαρμογής του προγράμματος, και ότι, ως εκ τούτου, παθητικώς νομιμοποιούμενος στις αντίστοιχες δίκες δεν ήταν ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., όπως εσφαλμένως εκρίθη με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αλλά το καθ’ ου η αίτηση Ελληνικό Δημόσιο. Υποστηρίζει, περαιτέρω, η αιτούσα ότι το συμπέρασμα αυτό δεν μεταβάλλεται από τις καταστατικές διατάξεις του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., με τις οποίες δεν προβλέφθηκε η υπεισέλευση του οργανισμού αυτού στις προ της συστάσεώς του συναφθείσες από το Ελληνικό Δημόσιο συμβάσεις, όπως εσφαλμένως υπολαμβάνει το δικάσαν δικαστήριο, για τις οποίες αρμόδιες παραμένουν οι υπηρεσίες του αναιρεσιβλήτου. Κατά τους ειδικότερους ισχυρισμούς της αιτούσας, ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. δεν καθίσταται αντισυμβαλλόμενος σε εκκρεμείς συμβάσεις, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι αρμόδιος για την πληρωμή των κοινοτικών ενισχύσεων για την εφαρμογή του προγράμματος παύσης καλλιέργειας αγροτικών γαιών, καθόσον η αρμοδιότητα αυτή περιήλθε στον οργανισμό μετά την έναρξη ισχύος της κοινής υπουργικής αποφάσεως, με την οποία καθορίσθηκε η διαδικασία και ο τρόπος πληρωμής δράσεων που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο αντίστοιχων προγραμμάτων (κ.υ.α. 523/126710/2003, Β΄ 336) και, ως εκ τούτου, καταλαμβάνει τις συμβάσεις που καταρτίζονται εφεξής από τον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε και όχι και τις συμβάσεις που, όπως εν προκειμένω, είχαν ήδη συναφθεί από το Ελληνικό Δημόσιο σε χρόνο προγενέστερο της ενάρξεως ισχύος της κοινής αυτής υπουργικής αποφάσεως.
  4. Επειδή, με την 1/2015 απόφασή του, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, ερμηνεύοντας τις προπαρατεθείσες διατάξεις, έκρινε τα εξής: α) οι συμβάσεις που συνήφθησαν από το Ελληνικό Δημόσιο στο πλαίσιο υλοποιήσεως του εθνικού προγράμματος μακροχρόνιας παύσης εκμετάλλευσης γεωργικών γαιών κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του κανονισμού (ΕΟΚ) 2078/92 (L 215) είναι διοικητικές, καθόσον: i) ο ένας εκ των αντισυμβαλλομένων είναι το Ελληνικό Δημόσιο, ii) με τη σύναψή τους, επιδιώκεται σκοπός δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενος στη μακροχρόνια παύση καλλιεργειών για σκοπούς περιβαλλοντικής προστασίας, και iii) οι συμβάσεις αυτές περιέχουν όρο περί ανεπιφύλακτης αποδοχής των προβλέψεων των προαναφερόμενων υπουργικών αποφάσεων (βλ. κ.υ.α. 237/348747/8765/9.9.1996 και 79184/1957/6.11.1996), με τις οποίες εγκρίθηκε το εθνικό πρόγραμμα αγρανάπαυσης και καθορίσθηκαν οι λεπτομέρειες εφαρμογής του, οι οποίες, εξ αυτού του λόγου, κατέστησαν συμβατικές ρήτρες και προσέδωσαν, ως έχουσες εξαιρετικό χαρακτήρα, υπερέχουσα θέση στο Ελληνικό Δημόσιο, στο οποίο, κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέχεται η δυνατότητα μονομερούς επεμβάσεως και επιβολής κυρώσεων διοικητικής φύσεως (αποβολή του δικαιούχου από το πρόγραμμα σε περίπτωση παραβάσεως των υποχρεώσεών του, αποκλεισμός του για το μέλλον από άλλα προγράμματα γεωργικών ενισχύσεων, έντοκη επιστροφή των καταβληθεισών ενισχύσεων κ.ά.), και β) η αρμοδιότητα του Υπουργού Γεωργίας, ως εκπροσώπου του Ελληνικού Δημοσίου, να συνάπτει συμβάσεις στο πλαίσιο υλοποιήσεως του ως άνω προγράμματος ουδέποτε περιήλθε στη ΓΕ.ΔΙ.Δ.Α.ΓΕ.Π., ώστε να τίθεται ζήτημα μεταβιβάσεως της συγκεκριμένης αρμοδιότητας στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., μετά την επί τη βάσει του άρθρου 29 του ν. 2637/1998 (Α΄ 200, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 19 του άρθρου 4 του ν. 2732/1999), κατάργηση της εν λόγω γενικής διευθύνσεως και την περιέλευση των αρμοδιοτήτων της στον ως άνω οργανισμό, ενώ, ούτε από το άρθρο 14 του ν. 2637/1998 που διέπει τις αρμοδιότητες του Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., ούτε από καμία άλλη διάταξη νόμου προκύπτει ότι η αρμοδιότητα αυτή ανατέθηκε εκ των υστέρων σε αυτόν. Ενόψει των ανωτέρω, η ένδικη διαφορά ανήκει, ως διαφορά ουσίας από την εκτέλεση διοικητικής συμβάσεως, στη δικαιοδοσία και αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου [άρθρο 94 παρ. 1 του Συντάγματος, άρθρο 1 παρ. 2 περ. ι΄ του ν. 1406/1983 (Α΄ 182), άρθρο 6 παρ. 2 περ. α΄ Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97)], νομίμως δε η αγωγή, εφ’ ης η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, εστράφη κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο νομιμοποιείτο παθητικώς στην σχετική δίκη. Το γεγονός, εξάλλου, ότι υπόχρεος καταβολής των ένδικων οικονομικών ενισχύσεων είναι κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής ο Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε., ο οποίος είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, δεν καθιστά την ένδικη διαφορά ιδιωτική, διότι η μεταβολή της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου επέρχεται μόνον σε περίπτωση μεταβολής της φύσεως του νομικού προσώπου που συμβάλλεται, στην προκειμένη όμως περίπτωση, κατά τα ήδη κριθέντα με την ΑΕΔ. 1/2015, η επίμαχη αρμοδιότητα του Υπουργού Γεωργίας να υπογράφει συμβάσεις, όπως η ανωτέρω, ουδέποτε περιήλθε στον Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε..
  5. Επειδή, κατόπιν αυτών η προσβαλλομένη απόφαση αντιθέτως κρίνασα πρέπει να αναιρεθεί, ενώ η υπόθεση, η οποία χρήζει διευκρινίσεως ως προς το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο δικάσαν Διοικητικό Εφετείο δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση.

 

Δ ι ά τ α ύ τ α

Δέχεται την κρινόμενη αίτηση.

 

Γεωργία Παναγοπούλου

Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω

Συνεργάτις της Δικηγορικής Εταιρίας Μπρέγιαννος και Συνεργάτες ΑΕΔΕ

Like this article?

Share on linkedin
Share on Linkedin
Share on facebook
Share on Facebook
Scroll to Top