Ελεγκτικό Συνέδριο 602/2013

 

  1. Το άρθρο 1 εδάφιο α’ του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε (μαζί με τη σύμβαση) με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (ΦΕΚ Α’ 256) και έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, ορίζει ότι: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους». Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται γενικός και απόλυτος κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του ατόμου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και τα νομίμως κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα», με συνέπεια να καλύπτονται από τη διάταξη αυτή και τα ενοχικής φύσης περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Πρακτικά 10ης Σ/24.2.1999 Ολ. Ελ. Συν.). Τέτοιες είναι και οι απαιτήσεις για σύνταξη και κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές (αποφ. Ε.Δ.Δ.Α. Αζίνας κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας της 20.6.2002, Ολομ. Ελ. Συν. 984, 502, 26/2010, 1347, 44/2009, 2442, 1623/2008, 1944/2005, II Τμ. 2072, 1252, 395/2009, 2479, 1989, 1850/2008, 574/2007, 2870, 2747/2006 κ.α.). Συγκεκριμένα, στην περίπτωση που ένα συμβαλλόμενο Κράτος θεσπίζει μια νομοθεσία, η οποία με τη συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων, προβλέπει την αυτόματη καταβολή μιας κοινωνικής παροχής – ανεξάρτητα από το αν η χορήγηση της εξαρτάται ή όχι από την προηγούμενη καταβολή εισφορών – η νομοθεσία αυτή γεννά ένα περιουσιακό συμφέρον, το οποίο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, για τα άτομα που πληρούν τις προϋποθέσεις που θέτει (Ε.Δ.Δ.Α Ελληνικά Διυλιστήρια ΣΤΡΑΝ και Στρατής Ανδρεάδης κατά Ελλάδος της 9.12.1992, Αντωνακόπουλος κ.ά. κατά Ελλάδος της 14.12.1999, Γεωργιάδης κατά Ελλάδος της 28.3.2000, Κόκκινης κατά Ελλάδας της 6.11.2008, Ρεβελιώτης κατά Ελλάδας της 4.12.2008, Πρακτικά 10ης Γεν. Συν. Ολομ. Ελ. Συν. της 24.2.1999, Ολομ. Ελ. Συν. 984, 502, 26/2010 κ.ά.). Περαιτέρω, από την ίδια ως άνω διάταξη συνάγεται ότι η αναγνωριζόμενη από το υφιστάμενο δίκαιο αξίωση του δημοσίου υπαλλήλου για λήψη σύνταξης, εφόσον αυτός πληροί τις προς τούτο νόμιμες προϋποθέσεις, η οποία (αξίωση) αποτελεί από τη γέννηση της στοιχείο της περιουσίας του, δεν επιτρέπεται να καταργηθεί με νομοθετική ρύθμιση, παρά μόνο εάν συντρέχουν λόγοι πραγματικού δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογούν την κατάργηση της, τηρούμενης πάντοτε μιας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και της προάσπισης του εν λόγω περιουσιακού δικαιώματος. Διαφορετικά, η κατάργηση αυτής της αξίωσης του δημοσίου υπαλλήλου για λήψη σύνταξης δεν συμβιβάζεται προς την προεκτεθείσα υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη, αφού τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση προστατευόμενου από αυτήν περιουσιακού αγαθού (πρβλ. Ολομ. Ελ. Συν. 2072, 1252/2009, 1623/2008, 2870, 2820, 356/2006, 1944, 636/2005, II Τμ. 395/2009, 2479, 1989, 1850/2008, 574/2007, 2870, 2747/2006 κ.ά.).
  2. Η διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β’ του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ/μα 166/2000 και ήδη 169/2007) ορίζει ότι: «Το δικαίωμα σύνταξης χάνεται … αν ο δικαιούχος καταδικαστεί αμετάκλητα, είτε όταν ήταν στην ενέργεια, είτε ως συνταξιούχος, σε ποινή κάθειρξης για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, πλαστογραφία, απιστία, παραποίηση ή σε φυλάκιση για δωροδοκία ή δωροληψία, εφόσον τα αδικήματα αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή κατά νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και αν καταδικασθεί αμετάκλητα για κάποιο από τα αδικήματα των άρθρων 270 και 272 του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτά τροποποιήθηκαν με τις διατάξεις του ν.δ. 364/1969. Αν παρασχεθεί χάρη με άρση των συνεπειών ή επέλθει δικαστική αποκατάσταση το δικαίωμα αποκτάται πάλι με τους όρους της παρ. 2 του επόμενου άρθρου». Κατά δε το άρθρο 64 παρ. 1 του ίδιου ως άνω Κώδικα «η σύζυγος και τα τέκνα αυτού που καταδικάσθηκε σύμφωνα με την προηγούμενη διάταξη δικαιούνται με τους όρους αυτού του Κώδικα τη σύνταξη που τους ανήκει σαν αυτός που καταδικάσθηκε να είχε πεθάνει». Με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β’ του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, η οποία έχει τεθεί για λόγους δημόσιας ωφέλειας (αποτροπή των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, όταν είναι στην ενέργεια, από τη διάπραξη των ανωτέρω αδικημάτων σε βάρος του Δημοσίου και των ν.π.δ.δ., εξυπηρέτηση της εύρυθμης λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και εμπέδωση της εμπιστοσύνης του πολίτη στην αξιοπιστία και ακεραιότητα της δημόσιας υπηρεσίας), προβλέπεται η πλήρης απώλεια του δικαιώματος για σύνταξη των υπαλλήλων που καταδικάσθηκαν αμετάκλητα είτε όταν ήταν στην ενέργεια, είτε ως συνταξιούχοι για τα προαναφερόμενα αδικήματα. Η οριστική όμως απώλεια του συνόλου της σύνταξης και όχι μόνο ποσοστού της, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι μέρος αυτής αντιστοιχεί σε καταβληθείσες από τον υπάλληλο εισφορές, και μάλιστα αυτοδικαίως, χωρίς δηλαδή να καταλείπεται κανένα περιθώριο διακριτικής ευχέρειας, συνιστά μέτρο ιδιαιτέρως επαχθές για τον εξελθόντα από την ενεργό υπηρεσία δημόσιο υπάλληλο που τον ακολουθεί μέχρι το πέρας του βίου του και θέτει σε κίνδυνο τη διαβίωση του, στερώντας από αυτόν τα στοιχειώδη μέσα για την αντιμετώπιση των βιοτικών του αναγκών, σε μία ηλικία κατά την οποία η δυνατότητα αναπλήρωσης της σύνταξης μέσω άλλων πόρων είναι σε μεγάλο βαθμό αβέβαιη, αν όχι ανύπαρκτη. Περαιτέρω, οι προαναφερθείσες δυσμενείς συνέπειες που συνεπάγεται η εν λόγω διάταξη είναι δυσανάλογες προς τον επιδιωκόμενο σκοπό δημοσίου συμφέροντος, καθώς το επιβαλλόμενο μέτρο είναι τέτοιας έντασης και διάρκειας που τον υπερακοντίζει καταδήλως, ενώ ο σκοπός αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί με άλλα μέτρα εξίσου αποτελεσματικά, αλλά λιγότερο επαχθή. Άλλωστε, το γεγονός ότι η σύνταξη του υπαλλήλου μεταβιβάζεται στην οικογένεια του δεν αρκεί για να αποκαταστήσει την ως άνω απώλεια του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος, δεδομένου ότι αφενός μεν το ποσό της σύνταξης που μεταβιβάζεται στην οικογένεια του ανέρχεται στα 7/10 της δικαιούμενης από αυτόν σύνταξης, αφετέρου δε τίποτε δεν εγγυάται ότι η κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί στο μέλλον. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η ρύθμιση του άρθρου 62 παρ. 1 περ. β’ του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, η οποία επιβάλλει την οριστική και πλήρη απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος του δημοσίου υπαλλήλου και μάλιστα αυτοδικαίως σε περίπτωση αμετάκλητης ποινικής καταδίκης του για τα περιοριστικώς αναφερόμενα σ’ αυτήν αδικήματα, παραβιάζει το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με συνέπεια να καθίσταται μη εφαρμοστέα (βλ. απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. της 22.10.2009 Αποστολάκης κατά Ελλάδος, II Τμ. Ελ. Συν. 2503/2012, 2499,2395, 526/2011).

Like this article?

Share on linkedin
Share on Linkedin
Share on facebook
Share on Facebook
Scroll to Top