ΔΙΟΙΚ. ΕΦ. ΑΘ. 1135/2020 Για την άσκηση αιτήσεως ακυρώσεως σε περίπτωση κατά την οποία η ισχύς της προσβαλλομένης πράξεως έχει ήδη λήξει προ της ασκήσεώς της απαιτείται η ύπαρξη αμέσου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος, τόσο κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως όσο και κατά τον χρόνο ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος αλλά και κατά τον χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως. Η επίκληση ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος προς συνέχιση της δίκης θεμελιώνεται με έγγραφη δήλωση προς το Δικαστήριο κατατεθειμένη έως την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υποθέσεως.

Επειδή, στην περίπτωση κατά την οποία η ισχύς της προσβαλλόμενης πράξης έχει ήδη λήξει προ της ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως, δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 32 του π.δ/τος 18/1989 (ΦΕΚ Α’ 8), εφαρμοζομένου και κατά την ενώπιον των διοικητικών εφετείων διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 702/1977 (ΦΕΚ Α’ 268), σύμφωνα με την οποία η δίκη καταργείται αν μετά την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως και έως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης η προσβαλλόμενη πράξη έπαυσε για οποιοδήποτε λόγο να ισχύει, εκτός αν ο αιτών επικαλείται ιδιαίτερο έννομο συμφέρον που δικαιολογεί τη συνέχιση της δίκης, καθ’ όσον κατά τη ρητή διατύπωση της εν λόγω διάταξης η παύση της ισχύος έλαβε χώρα μετά την άσκηση της αίτησης ακύρωσης (ΣτΕ 7μελές 2797/2009, ΣτΕ 1216/2017, ΣτΕ 2152/2007, ΣτΕ 531/2002). Συνεπώς, στην περίπτωση αυτή, ισχύουν τα περί συνδρομής εννόμου συμφέροντος, κατ’ άρθρο 47 του π.δ/τος 18/1989. Ειδικότερα, για την άσκηση του ενδίκου μέσου της αιτήσεως ακυρώσεως απαιτείται η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο και ενεστώς, να στηρίζεται, δηλαδή, σε έννομη κατάσταση που υφίσταται τόσο κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως, όσο και κατά τον χρόνο ασκήσεως του ενδίκου βοηθήματος και κατά τον χρόνο συζητήσεως της υποθέσεως (ΣτΕ Ολομ. 3019/2014, ΣτΕ Ολομ. 3052/2009, ΣτΕ 1472/2018, ΣτΕ 1924/2017, ΣτΕ 2507/2016). Στην περίπτωση δε που η προσβαλλόμενη πράξη είχε ήδη εξαντλήσει κατά τον χρόνο έκδοσης της το ρυθμιστικό της περιεχόμενο, ο αιτών μπορεί να επικαλεσθεί συγκεκριμένους ισχυρισμούς για τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος του να προσβάλει την εν λόγω πράξη μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος, το οποίο αφορούσε (πρβλ ΣτΕ 3425/2005 σκ. 4). Η επίκληση δε του εν λόγω ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος, μετά των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων θεμελιώνεται, πρέπει, κατ’ αρχήν, να γίνεται με έγγραφη δήλωση προς το Δικαστήριο κατατιθέμενη έως την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως, μόνον δε κατ’ εξαίρεση μπορεί να γίνεται με το μετά την συζήτηση υποβαλλόμενο υπόμνημα (κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 25 παρ. 2 του ιδίου προεδρικού διατάγματος) για την ανάπτυξη, όμως, αποκλειστικώς των επ’ ακροατηρίου προφορικώς εκτεθέντων. Επομένως, ισχυρισμοί, με τους οποίους γίνεται επίκληση ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος προς συνέχιση της δίκης, προβαλλόμενοι το πρώτον με το μετά την συζήτηση της υποθέσεως κατατιθέμενο υπόμνημα, δεν δύνανται να ληφθούν υπ’ όψιν, αν η επίκληση του ιδιαιτέρου εννόμου συμφέροντος δεν είχε γίνει από τον πληρεξούσιο του αιτούντος έστω και προφορικώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υποθέσεως (ΣτΕ 7μελές 3061/2013, ΣτΕ 7μελές 2379/2006, ΣτΕ 2854/2019, ΣτΕ 900/2019, ΣτΕ 3359/2017).

Like this article?

Share on linkedin
Share on Linkedin
Share on facebook
Share on Facebook
Scroll to Top