Απάτη – Καταδολιευτική Μεταβίβαση – Κρίσιμος Χρόνος 734/2017 ΑΠ

ΑΠΑΤΗ – ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΤΙΚΗ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΗ – ΚΡΙΣΙΜΟΣ ΧΡΟΝΟΣ 734/2017 ΑΠ

734/2017 ΑΠ

Απάτη. Καταδολιευτική μεταβίβαση ακινήτων. Κατά τον κρίσιμο χρόνο της μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων μεταξύ των εναγομένων δεν υπήρχε πρόβλημα στις συναλλαγές μεταξύ των εναγόντων και του εναγόμενου, ώστε να θεμελιωθεί καταδολιευτική μεταβίβαση ακινήτων.

 

Αριθμός 734/2017

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Α1’ Πολιτικό Τμήμα

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Γεράσιμο Φουρλάνο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασίλειο Πέππα, Γεώργιο Λέκκα, Πηνελόπη Ζωντανού και Αθανάσιο Καγκάνη, Αρεοπαγίτες.

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του, στις 11 Ιανουαρίου 2016, με την παρουσία και του Γραμματέα Γεωργίου Φιστούρη για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των αναιρεσειόντων: 1) J. – C. W. (Ζ. – Κ. Β.) L., κατοίκου …, 2) Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «…» και τον διακριτικό τίτλο «… ΕΠΕ», τελούσας υπό πτώχευση, εδρεύουσας στις … και εκπροσωπούμενης νόμιμα από την σύνδικο πτώχευσης Σ. Γ., η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο και διόρισε τον παρόντα δικηγόρο Γεώργιο Στεφανάκη, που κατέθεσε προτάσεις.

Της αναιρεσιβλήτου: Κ. Π. Π., πρώην συζύγου Φ.-Ι. Δ. Δ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Σωτήριο Μπρέγιαννο και κατέθεσε προτάσεις.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 10/12/2004 αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών.

Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 5605/2010 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1569/2014 του Εφετείου Αθηνών.

Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 11/7/2014 αίτησή τους.

Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

Η Εισηγήτρια Αρεοπαγίτης Πηνελόπη Ζωντανού ανέγνωσε την από 30/12/2015 έκθεσή της, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη των λόγων αναίρεσης. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της και καθένας την καταδίκη του αντίδικου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι) Με την από 11-7-2014 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 1569/2014 απόφαση του Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκαν οι ασκηθείσες κατά της 5605/2010 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών αντίθετες εφέσεις και επικυρώθηκε η Πρωτόδικη απόφαση. Με την απόφαση του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η αγωγή των ήδη αναιρεσειόντων, με την οποία αυτοί ζητούσαν να τους επιδικαστεί, ως αποζημίωση, το ποσό των 373.727 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από την επικαλούμενη σε βάρος τους αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, ως προς μεν τον 1ο εναγόμενο (εδώ μη διάδικο) έγινε δεκτή, ως προς δε την 2α εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρ. 552, 553, 556, 558, 564, 566 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ). Είναι συνεπώς παραδεκτή (άρθρ. 577§1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ.

ΙΙ) Κατά το άρθρο 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ αναίρεση χωρεί, αν η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση και, ιδίως, αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Η αντιφατικότητα ή ανεπάρκεια πρέπει να έχει σχέση με ουσιώδεις ισχυρισμούς και κεφάλαια παροχής έννομης προστασίας και επιθετικά ή αμυντικά μέσα και όχι με την επιχειρηματολογία των διαδίκων ή του δικαστηρίου, ούτε την εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή διατυπώνεται σαφώς (Ολ. ΑΠ 24/1992, Ολ. ΑΠ 1/1999). Με τον τρίτο λόγο της αίτησής τους οι αναιρεσείοντες, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση την πλημμέλεια της έλλειψης νόμιμης βάσης, υποστηρίζοντας, ότι η απόφαση έχει αντιφατικές και ελλιπείς αιτιολογίες.

ΙΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε τα εξής: «Ο ενάγων (1ος αναιρεσείων) διατηρούσε με τη σύζυγό του Ε. Κ. από το έτος 1993 και εφεξής, κοινή επιχείρηση εισαγωγής και εμπορίας επίπλων, με τον διακριτικό τίτλο «…», η οποία κατά το έτος 2003 μετασχηματίστηκε στην ενάγουσα εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «… – Ε.-Ζ. Κ. Κ.-…- Ε.Π.Ε.», διακριτικό τίτλο «»… Ε.Π.Ε.» (2η αναιρεσείουσα) … Διαχειριστής της παραπάνω ενάγουσας-εκκαλούσας εταιρείας ήταν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ο ενάγων και ήδη εκκαλών … Ο εναγόμενος Φ.-Ι. Δ. Δ. (εδώ μη διάδικος) ήταν πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και διευθύνων σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…», η οποία είχε ως κύριο επιχειρηματικό αντικείμενο την εμπορία χάρτου και αμυντικών συστημάτων και έδρευε στον … επί της οδού …. Αρκετά χρόνια πριν από το έτος 2004, οπότε και γεννήθηκε η ένδικη διαφορά, ο ενάγων και ήδη εκκαλών μετά της προαναφερθείσας συζύγου του, είχαν αναπτύξει φιλικές και κοινωνικές σχέσεις με τους εναγόμενους, οι οποίοι τότε ήταν σύζυγοι. Η γνωριμία τους άρχισε από την λέσχη της … της οποίας ήταν άπαντες μέλη. Ο εναγόμενος με την κοινωνική του παράσταση και με τον εν γένει τρόπο διαβίωσής του, δημιουργούσε στον κοινωνικό και επαγγελματικό περίγυρό του την απατηλή εντύπωση ότι ήταν ιδιαίτερα πλούσιος και κοινωνικά ισχυρός. Ειδικότερα, αυτός εμφανιζόταν στον περίγυρό του ότι διέμενε σε πολυτελέστατη οικία, κείμενη στα βόρεια προάστια των Αθηνών, ότι η παραπάνω εταιρεία «… A…», του δ.σ. της οποίας, όπως προεκτέθηκε, αυτός ήταν πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος, είχε μεγάλη οικονομική επιφάνεια και επέφερε σημαντικά κέρδη σ’ αυτόν, ότι απασχολούσε πολυμελές βοηθητικό προσωπικό στην οικία του, ότι η οικογένειά του διέθετε πάνω από τρία αυτοκίνητα για τις μετακινήσεις της, ότι περνούσαν με τη σύζυγό του, εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη (αναιρεσίβλητη), τις χειμερινές διακοπές τους σε πανάκριβα χιονοδρομικά κέντρα-θέρετρα του εξωτερικού, όπως το … της Γαλλίας, ότι το καλοκαίρι παραθέριζαν τουλάχιστον για ένα μήνα στο πιο κοσμοπολίτικο μέρος της Ελλάδας, τη Μύκονο, ότι τα δύο μεγαλύτερα τέκνα τους φοιτούσαν σε πανεπιστήμια της Αγγλίας και το τρίτο, το μικρότερο, στο Κολλέγιο Αθηνών με δίδακτρα περίπου 8.000 ευρώ ετησίως για το καθένα, ότι οι επιχειρηματικές δραστηριότητές του επεκτείνονταν σε διαγωνισμούς για προμήθειες του Δημοσίου, ότι συνδεόταν με υπουργούς και άλλους κρατικούς αξιωματούχους, ότι ήταν ιδιοκτήτης μεγάλης κινητής και ακίνητης περιουσίας, ότι είχε μεγάλο κύκλο γνωριμιών με οικονομικά ισχυρούς επιχειρηματίες, όπως τον διευθυντή της τράπεζας … κ. Ν. και τον τραπεζίτη της «… ΤΡΑΠΕΖΑΣ» κ. Κ., στους οποίους αυτός είχε μεγάλη επιρροή, καθώς και ότι ήταν προμηθευτής χάρτου στην Τράπεζα «… Α.Ε.». Όλη την άνω απατηλή δραστηριότητά του, ανέπτυξε ο εναγόμενος εκμεταλλευόμενος κυρίως την ιδιότητά του ως μέλος της λέσχης της …, στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας συμμετείχε σε διάφορες περιόδους, η κτήση της ιδιότητας του μέλους της εν λόγω λέσχης και η διατήρησή της προϋποθέτει οικονομική επιφάνεια πολύ μεγαλύτερη από αυτήν των προσώπων μεσαίας εισοδηματικής τάξης, αφού για την αρχική εγγραφή και μόνον απαιτείται το ποσό των 5.000 ευρώ, ενώ η ετήσια συνδρομή του μέλους αυτής υπερβαίνει τις 3.000 ευρώ, ανάλογες δε είναι και οι τιμές των καταναλισκομένων εκεί εδεσμάτων και ποτών.

Περί τις αρχές του έτους 2002, ο ενάγων και ήδη εκκαλών (1ος αναιρεσείων) απευθύνθηκε στον εναγόμενο και του ζήτησε οικονομική στήριξη για τη βελτίωση και επέκταση των επιχειρηματικών του δραστηριοτήτων στην εισαγωγή και εμπορία επίπλων, μάλιστα δε του πρότεινε να συμμετέχει στην υπό ίδρυση ενάγουσα – εκκαλούσα εταιρεία (2η αναιρεσείουσα). Ο εναγόμενος προφασίστηκε στον ενάγοντα – εκκαλούντα ότι δεν τον ενδιέφερε το αντικείμενο της συγκεκριμένης εμπορικής δραστηριότητας και ότι είχε δεσμεύσει τα κεφάλαιά του σ’ άλλες σπουδαιότερες επιχειρήσεις, του συνέστησε, ωστόσο, τον κουμπάρο του Π. Κ., από τον οποίο ο ενάγων έλαβε σχετικό δάνειο, που ρυθμίστηκε και αποπληρώθηκε κανονικά. Ο εναγόμενος, αντιλαμβανόμενος το αίσθημα ευγνωμοσύνης, που έτρεφε γι’ αυτόν ο ενάγων και ήδη εκκαλών συνεπεία της παραπάνω μεσολάβησής του στην χρηματοδότηση της ως άνω εμπορικής του δραστηριότητας και το κλίμα εμπιστοσύνης, που ήδη είχε δημιουργηθεί μεταξύ τους, θεώρησε την συγκεκριμένη χρονική περίοδο ως κατάλληλη, προκειμένου να ζητήσει από τον εκκαλούντα-ενάγοντα να τον διευκολύνει και εκείνος προσωρινά με την προς αυτόν χορήγηση μεταχρονολογημένων επιταγών τόσο δικών του (ενάγοντος) όσο και της ενάγουσας-εκκαλούσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «… Ε.Π.Ε.», τις οποίες ο εναγόμενος θα προεξοφλούσε στους τραπεζικούς λογαριασμούς της ως άνω εταιρείας «… Α.Ε.Ε.». Με τον τρόπο αυτό θα εμφανιζόταν η τελευταία ότι είχε μεγάλο οικονομικό εκτόπισμα και θα χρηματοδοτείτο ευχερώς από τις τράπεζες. Μάλιστα δε, ο εναγόμενος για να είναι πιο πειστικός προς τον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα, ισχυρίστηκε ψευδώς σ’ αυτόν ότι επρόκειτο να συμμετάσχει σε διαγωνισμούς του Δημοσίου για την προμήθεια χαρτιού εδεσμάτων και ποτών και ότι έπρεπε αφενός μεν να καταθέσει ως εγγύηση επιταγές στην Τράπεζα, αφετέρου δε η εταιρεία του να εμφανίζεται ότι είχε ευρύτατο κύκλο οικονομικών εργασιών προκειμένου να γίνεται αποδεκτή στους διαγωνισμούς του Δημοσίου. Συγχρόνως, ο εναγόμενος διαβεβαίωσε ψευδώς τον ενάγοντα-εκκαλούντα ότι τα κεφάλαιά του κατά την κρίσιμη περίοδο, τα είχε δεσμεύσει σ’ άλλες πιο προσοδοφόρες επενδύσεις και ότι δεν μπορούσε να τα αποδεσμεύσει αζημίως. Επιπλέον, αυτός για να πείσει πιο εύκολα τον ενάγοντα να ενδώσει στις πιο πάνω αξιώσεις του, του πρότεινε να του δίνει, ως «εγγύηση», ισόποσες επιταγές, είτε δικές του είτε της ανωτέρω εταιρείας συμφερόντων του «… Α.Ε.Ε.» , και κατά τη συμφωνία τους, ο εναγόμενος θα πλήρωνε τις επιταγές αυτές κατά την εμφάνισή τους από τα χρήματα , που ήδη θα είχε προεισπράξει από τις τράπεζες. Έτσι, ο εναγόμενος έπεισε τον ενάγοντα – εκκαλούντα και εξέδωσε ατομικά τις παρακάτω επιταγές σε διαταγή της εταιρείας «… Α.Ε.Ε.» ή τρίτων προσώπων, τα οποία αυτός του υπέδειξε, συνολικού ποσού 120.643 ευρώ … Επίσης, ο ενάγων και ήδη εκκαλών ως διαχειριστής της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «… ΕΠΕ» εξέδωσε σε διαταγή της ανώνυμης εταιρείας «… Α.Ε.Ε.» τις παρακάτω επιταγές συνολικού ποσού 253.084 ευρώ … Όλες οι παραπάνω επιταγές είχαν εκδοθεί τέσσερις με έξι μήνες νωρίτερα από την αναγραφόμενη επί των σωμάτων τους ως ημερομηνία έκδοσής τους και παραδόθηκαν στον εναγόμενο, ο οποίος τις προεξόφλησε στις τράπεζες και πέτυχε με τον τρόπο αυτό αφενός μεν να εμφανίζεται η ανωτέρω εταιρεία του με μεγάλο κύκλο οικονομικής δραστηριότητας και να αποσπά χρηματοδοτήσεις από τις τράπεζες, αφετέρου δε ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας αυτής, ήτοι της «… Α.Ε.Ε», απέσυρε τα προεισπραττόμενα κεφάλαια, τα οποία δαπανούσε σε διάφορες δραστηριότητες του. Πλην όμως, οι επιταγές, που είχε εκδώσει ο εναγόμενος ατομικά αλλά και ως διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας συμφερόντων του «… Α.Ε.Ε.» και είχε παραδώσει στον ενάγοντα-εκκαλούντα ως «εγγύηση», ενώ αρχικά – δηλαδή κατά τα έτη 2002 και 2003- πληρώνονταν κανονικά από τον εναγόμενο και την εταιρεία «… Α.Ε.Ε.», ήτοι κατά τα ως άνω συμφωνηθέντα μεταξύ αυτού και του ενάγοντος-εκκαλούντος , από τον Μάρτιο 2004 άρχισαν να μην πληρώνονται κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή τους από τους ενάγοντες-εκκαλούντες προς πληρωμή στις πληρώτριες τράπεζες, διότι δεν υπήρχαν σ’ αυτές διαθέσιμα κεφάλαια του εναγόμενου και της εταιρείας «… Α.Ε.Ε.» κατά τον χρόνο της πληρωμής τους. Κατόπιν τούτου, αποκαλύφθηκε ότι η όλη εικόνα , που είχε δημιουργήσει ο εναγόμενος στον κοινωνικό και επαγγελματικό του περίγυρο, ήταν ψεύτικη και ότι ενεργούσε με τον τρόπο αυτό για να αποσπά χρηματικά ποσά από τα θύματά του. Με παρόμοια ή παρεμφερή τεχνάσματα εξαπάτησε και πολλά άλλα πρόσωπα, πλην των εναγόντων (ήδη αναιρεσειόντων) όπως τους Α., Μ., Π., Κ., Χ., Ζ. και Μ..

Μάλιστα υπολογίζεται ότι ο εναγόμενος παρουσιάζοντας ως αληθινά τα ανωτέρω περιστατικά περί οικονομικής του ευμάρειας ,που ήταν αναληθή και σκόπιμα διέδιδε σε τρίτους προκειμένου να τους πείθει και ν’ αποκομίζει απ’ αυτούς αθέμιτο περιουσιακό όφελος, απέσπασε τελικά από τους ενάγοντες – εκκαλούντες και τα λοιπά θύματά του περί τα 10.000.000 ευρώ συνολικά, τα οποία δαπανούσε για την πολυτελή διαβίωσή του. Στην πραγματικότητα, όμως, αποδείχθηκε ότι η ως άνω ανώνυμη εταιρεία «… Α.Ε.Ε.» συμφερόντων του εναγόμενου δεν είχε καταφέρει ν’ αναπτύξει μεγάλη επιχειρηματική δραστηριότητα, και ότι δεν διένειμε στους μετόχους της μεγάλα έσοδα-μερίσματα, ενόψει ότι για τη χρήση του οικονομικού έτους 2001 εμφάνισε κέρδη μόλις 47.095 ευρώ ,για τη χρήση του οικονομικού έτους 2002 κέρδη μόλις 48.892 ευρώ, ενώ για την τελευταία αυτή χρήση δεν διανεμήθηκαν καθόλου μερίσματα στους μετόχους της. Επιπρόσθετα, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος δεν είχε γνωριμίες με ισχυρούς οικονομικούς παράγοντες, δεν μετείχε σε διαγωνισμούς του Δημοσίου και δεν ήταν ιδιοκτήτης σημαντικής κινητής και ακίνητης περιουσίας.

Επιπλέον δε, ότι αυτός δεν ενδιαφερόταν για την επέκταση των εργασιών της ανωτέρω ανώνυμης εταιρίας, αλλά ότι φρόντιζε να αποκομίζει χρηματικά ποσά, τα οποία δαπανούσε για την πολυτελή διαβίωση του ιδίου και της οικογένειάς του. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος Φ.-Ι. Δ. Δ. έχει ερήμην του καταδικαστεί αμετάκλητα σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης έξι (6) ετών με την υπ. αρ. 603/2011 απόφαση του Β’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών για την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής απάτης με όφελος και αντίστοιχη ζημία ποσού άνω των 73.000 ευρώ, και δη ποσού 373.727 ευρώ, την οποία (απάτη) τέλεσε στην … στις αρχές του έτους 2002 σε βάρος του εγκαλούντος ενάγοντος- εκκαλούντος και της ενάγουσας-εκκαλούσας εταιρείας «… ΕΠΕ». Με τον παραπάνω τρόπο, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος ζημίωσε παράνομα και υπαίτια τον μεν ενάγοντα-εκκαλούντα κατά το αιτούμενο ποσό των 120.643 ευρώ, την δε ενάγουσα-εκκαλούσα κατά το ποσό των 253.084 ευρώ, δηλαδή με την ισόποση αξία των πιο πάνω τραπεζικών επιταγών.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη Κ. Π. Π. (αναιρεσίβλητη), η οποία κατά τον επίδικο χρόνο (2002-2004) ήταν σύζυγος του εναγόμενου Φ.-Ι. Δ. Δ. με τον οποίο χώρισε το έτος 2005 με συναινετικό διαζύγιο, συμμετείχε με οποιονδήποτε τρόπο στην απάτη, που αυτός διέπραξε σε βάρος των εναγόντων (αναιρεσειόντων), ούτε ότι αυτή γνώριζε την προέλευση των ανωτέρω οικονομικών ωφελημάτων, που αποκόμισε ο εναγόμενος από την κατά τα ανωτέρω απατηλή συμπεριφορά του σε βάρος των εναγόντων, μέρος των οποίων ενδεχομένως διέθετε για την συντήρηση της οικογένειάς του, και ότι αποδέχθηκε τη χρήση των ωφελημάτων αυτών ως προερχομένων από την παράνομη απατηλή δραστηριότητα του εναγόμενου. Τούτο δε, διότι δεν αποδείχθηκαν συγκεκριμένα περιστατικά από τα οποία να συνάγεται ότι η εναγόμενη-εφεσίβλητη διαβεβαίωνε τους ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ή έστω ενίσχυε την πεποίθησή τους ως προς το ότι οι κατά τα ανωτέρω ψευδείς παραστάσεις του εναγόμενου προς τους ενάγοντες ήταν αληθείς. Αντίθετα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων-εκκαλών και η σύζυγός του Ε. Κ. κατά τη διάρκεια των συναντήσεών τους μετά των εναγομένων στη λέσχη της …, με συχνότητα μέσο όρο δύο φορές την εβδομάδα, δεν είχαν συνομιλίες μετά της εναγόμενης σχετικές με τις συναλλαγές μεταξύ ενάγοντος και εναγόμενου.

Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι αυτή διέθετε κατά τον επίδικο χρόνο προσωπική περιουσία, που δικαιολογούσε την άνετη διαβίωσή της, δεδομένου ότι ήταν ιδιοκτήτρια μονοκατοικίας, εμβαδού 365 τ.μ. κείμενης στο …, που ανεγέρθηκε από τους γονείς της και την οποία αγόρασε από τη μητέρα της στις 27-10-1983, δυνάμει του υπ’ αρ. …1983 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της Συμβ/φου Αθηνών ………………………… σε συνδυασμό με την υπ’ αρ. …1984 εξοφλητική πράξη της ιδίας ως άνω Συμβ/φου, με χρήματα προερχόμενα από την πώληση μετοχών της ανώνυμης εταιρίας «… Α.Ε. – …», ιδιοκτησίας του πατέρα της Μ. Π.. Ομοίως, ότι η εναγόμενη στις 10-12-2002 είχε εισπράξει το ποσό των 733.676 ευρώ ως μερίδιό της από την πώληση οικοπέδου, συνιδιοκτησίας της προς την εταιρεία «… Α.Ε.» δυνάμει του υπ’ αρ. …/2002 συμβολαίου πώλησης του Συμβ/φου Αθηνών …………….. Επίσης, ότι η εναγόμενη ήταν μέτοχος με ποσοστό 5% στην ανωτέρω εταιρεία «… Α.Ε. – …», που είχε ιδρύσει ο πατέρας της και στην οποία εργάστηκε , κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον εναγόμενο, από το έτος 1995 έως το έτος 1999, που πέθανε ο πατέρας της και διαλύθηκε η εταιρία αυτή, από την πώληση των μετοχών της οποίας το έτος 2000 εισέπραξε πολλά χρήματα μαζί με τον αδελφό της. Εξάλλου, από το γεγονός ότι η εναγόμενη (αναιρεσίβλητη) υπήρξε απόφοιτη του κολεγίου «… College», μέτοχος και εργαζόμενη κατά τα έτη 1995-1999 στην ανωτέρω εταιρεία του πατέρα της, καθώς και μέλος στο διοικητικό συμβούλιο της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας «… Α.Ε.Ε.», συμφερόντων του εναγόμενου Φ. Δ. Δ., θέτοντας την υπογραφή της στους ισολογισμούς της χρήσης των ετών 1993,1994 και 1996, δεν αποδεικνύεται ότι αυτή κατά τον επίδικο χρόνο (2002-2004) είχε σαφή γνώση περί του ότι τα εισοδήματα από την εμπορική δραστηριότητα του εναγόμενου συζύγου της δεν επαρκούσαν προς πολυτελή διαβίωση και ότι έτσι αυτή αναμίχθηκε ενεργά στην προεκτεθείσα απατηλή συμπεριφορά του τελευταίου έναντι των εναγόντων-εκκαλούντων.

Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι η εναγόμενη-εφεσίβλητη διωχθείσα, κατόπιν σχετικής έγκλησης του ενάγοντος-εκκαλούντος για το αδίκημα της άμεσης συνέργειας στην απάτη, που διέπραξε ο εναγόμενος, με περιουσιακό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερέβαινε συνολικά το ποσό των 173.000 ευρώ, απαλλάχθηκε της κατηγορίας αυτής από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο με το υπ. αρ. 1483/2009 βούλευμά του, αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατ’ αυτής για την εν λόγω αξιόποινη πράξη. Το ως άνω βούλευμα επικυρώθηκε τελεσιδίκως με το υπ. αρ. 2374/2009 βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, που έχει ήδη καταστεί αμετάκλητο, ενώπιον του οποίου ήχθη η υπόθεση μετά από έφεση του πολιτικώς ενάγοντος, ήδη ενάγοντος-εκκαλούντος. Κατά συνέπειαν, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη (αναιρεσίβλητη) δεν διέπραξε αδικοπραξία σε βάρος των εναγόντων-εκκαλούντων (αναιρεσειόντων) με απάτη (386 ΠΚ) και αποδοχή προϊόντων εγκλήματος (394 ΠΚ), καθόσον δεν αποδείχθηκε συμμετοχή της στην ως άνω απατηλή συμπεριφορά του εναγόμενου (εδώ μη διαδίκου) κατά των εναγόντων, ούτε γνώση της ως προς την προέλευση των χρημάτων, που απέσπασε ο εναγόμενος από τους τελευταίους, και συνακόλουθα ούτε αποδοχή εκ μέρους της οικονομικού οφέλους (επίδικων χρηματικών ποσών), προερχομένων από την απατηλή συμπεριφορά του εναγόμενου έναντι των εναγόντων, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και, ως εκ τούτου, όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι ενάγοντες – εκκαλούντες με τους σχετικούς λόγους της ένδικης έφεσης κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στις 15 Απριλίου 2003 ο εναγόμενος μεταβίβασε προς την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη αιτία δωρεάς, δυνάμει του υπ’ αρ. …/2003 συμβολαίου της Συμβ/φου Αθηνών ………………….., νομίμως μεταγραφέντος …, τα αναφερόμενα σ’ αυτό ακίνητα ιδιοκτησίας του, που βρίσκονταν επί πολυώροφης οικοδομής επί της οδού … στο …, ήτοι ένα κατάστημα του ισογείου ορόφου, υπό στοιχεία …, εμβαδού 200,40 τ.μ., και τις υπό στοιχεία … πέντε (5) αποθήκες του ισογείου ορόφου, εμβαδού 12 τ.μ. αντίστοιχα εκάστης. Πλην όμως, κατά τον ανωτέρω χρόνο της μεταβίβασης των ως άνω περιουσιακών στοιχείων από τον εναγόμενο στην εναγόμενη, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχε πρόβλημα στις συναλλαγές μεταξύ των εναγόντων -εκκαλούντων και του εναγόμενου, έτσι ώστε να γίνει δεκτός ο αγωγικός ισχυρισμός περί καταδολιευτικής μεταβίβασης ακινήτων, ενόψει ότι, όπως προαναφέρθηκε, κατά τον εν λόγω χρόνο (Απρίλιος 2013) δεν είχαν ακόμη γεννηθεί αξιώσεις των εναγόντων κατά του εναγόμενου δικαστικά επιδιώξιμες, οι οποίες προέκυψαν από τον Μάρτιο του έτους 2004. Έτσι, οι εναγόμενοι διωχθέντες, κατόπιν σχετικής έγκλησης του ενάγοντος-εκκαλούντος, για το αδίκημα της καταδολίευσης δανειστών, κηρύχθηκαν αθώοι με την παραπάνω αιτιολογία, δυνάμει των με αρ. 25015/2007 και 27307/2007 αποφάσεων του Θ’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, απορριφθείσης της κατ’ αυτών ασκηθείσης έφεσης του Εισαγγελέα, με την υπ. αρ. 7566/2008 τελεσίδικη και ήδη αμετάκλητη απόφαση του Εφετείου Αθηνών. Κατά συνέπειαν, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε ότι δεν υπήρξε αδικοπραξία της εναγόμενης (αναιρεσίβλητης) σε βάρος των εναγόντων (αναιρεσειόντων) με την κατάρτιση της ανωτέρω καταδολιευτικής δικαιοπραξίας, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και, ως εκ τούτου, όσα αντίθετα υποστηρίζουν οι ενάγοντες – εκκαλούντες με τους σχετικούς λόγους της ένδικης έφεσης κρίνονται απορριπτέα ως ουσία αβάσιμα».

ΙV) Υπό τις ως άνω παραδοχές, το Εφετείο, διέλαβε στην απόφασή του σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντιφάσεις ή ενδοιαστικές διατυπώσεις αιτιολογίες, που καθιστούν εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο, ως προς την ορθότητα ή μη των νομικών κανόνων που εφάρμοσε και ειδικότερα ως προς την αβασιμότητα του αγωγικού ισχυρισμού περί συμμετοχής της 2ης εναγομένης και ήδη αναιρεσίβλητης στην απάτη που διέπραξε ο 1ος εναγόμενος – σύζυγός της Φ. Δ. ή Δ. (εδώ μη διάδικος) σε βάρος των αναιρεσειόντων, όπως και περί της γνώσης της για την προέλευση των παράνομων οικονομικών ωφελημάτων που ο σύζυγός της αποκόμισε από την εκτεθείσα στην προσβαλλομένη απόφαση αδικοπρακτική συμπεριφορά του και περί αποδοχής της στη χρήση των παράνομων αυτών ωφελημάτων. Την κρίση του δε αυτή το Δικαστήριο στήριξε κυρίως στο γεγονός, ότι ουδέποτε η αναιρεσίβλητη ήταν παρούσα σε συζητήσεις του συζύγου της και του 1ου αναιρεσείοντος, που να έχουν σχέση με τις επαγγελματικές του δραστηριότητες ή με την έκδοση των επίδικων τραπεζικών επιταγών, μολονότι με τον 1ο αναιρεσείοντα και την σύζυγό του διατηρούσαν φιλικές σχέσεις και είχαν συχνές επαφές, αλλά και στο γεγονός, ότι η αναιρεσίβλητη είχε αξιόλογη προσωπική περιουσία, που δικαιολογούσε την πολυτελή ζωή αυτής και του 1ου εναγομένου (τότε συζύγου της), ώστε να μην υποψιαστεί την απατηλή συμπεριφορά του τελευταίου έναντι των αντιδίκων της. Επίσης, στον σχηματισμό της παραπάνω κρίσης του, το Δικαστήριο κατέληξε, αφού έλαβε υπόψη και την αμετάκλητη απαλλαγή της αναιρεσίβλητης, με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, από την κατηγορία της άμεσης συνέργειας στην απάτη που διέπραξε ο 1ος εναγόμενος σε βάρος των αναιρεσειόντων, όπως και την αθώωσή της από το ποινικό Δικαστήριο, με αμετάκλητη απόφαση, για το αδίκημα της καταδολιευτικής μεταβίβασης ακινήτων, δεχόμενο (το Δικαστήριο) έλλειψη γνώσης της αναιρεσίβλητης κατά το χρόνο της μεταβίβασης σ’ αυτή των επίδικων ακινήτων (2003) του καταδολιευτικού χαρακτήρα της μεταβίβασης. Συνακόλουθα, το Εφετείο δεν στέρησε την απόφαση του νόμιμης βάσης και ο σχετικός αναιρετικός λόγος, εκ του άρθρου 559 αρ. 19 Κ.Πολ.Δ., με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

IΙΙ) Κατά το άρθρο 559 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ, αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (Ολ. ΑΠ 7/2006, 4/2005). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ` ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ. ιδρύεται λόγος αναίρεσης αν το δικαστήριο έλαβε υπόψη πράγματα που δεν προτάθηκαν ή δεν έλαβε υπόψη πράγματα που προτάθηκαν και έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ως «πράγματα» νοούνται οι αυτοτελείς ισχυρισμοί που τείνουν στη θεμελίωση, κατάλυση ή παρακώλυση του ασκουμένου με την αγωγή, ένσταση ή αντένσταση ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος (Ολ. ΑΠ 9/1997, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 328/2008). Δεν αποτελούν «πράγματα» και άρα δεν ιδρύεται ο ως άνω λόγος αναίρεσης αν δεν ληφθούν υπόψη οι ισχυρισμοί που αποτελούν απλή ή αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής, καθώς και οι ισχυρισμοί που συνιστούν επιχειρήματα ή συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου από την εκτίμηση των αποδείξεων (ΑΠ 701/2008, ΑΠ 625/2008, ΑΠ 558/2008). Δεν ιδρύεται ο λόγος αυτός της αναίρεσης, αν το δικαστήριο που δίκασε, έλαβε υπόψη τον ισχυρισμό που προτάθηκε και τον απέρριψε για οποιοδήποτε λόγο, τυπικό ή ουσιαστικό (ΑΠ 37/2008, ΑΠ 2102/2007, ΑΠ 2068/2007) ή αν παρέλειψε να απαντήσει σε ισχυρισμό μη νόμιμο ή αλυσιτελή και για τούτο μη ασκούντα επίδραση στην έκβαση της δίκης (ΑΠ 321/2009).

Με τον πρώτο λόγο της αίτησής τους οι αναιρεσείοντες, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 1 Κ.Πολ.Δ , αιτιώνται το Εφετείο για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 421 ΑΚ, με το να κάνει δεκτό ότι κρίσιμος χρόνος της σε βάρος των αναιρεσειόντων απάτης από τον 1ο εναγόμενο (εδώ μη διάδικο) είναι αυτός της σφράγισης, λόγω μη πληρωμής τους, των μεταχρονολογημένων επιταγών, τις οποίες ο 1ος εναγόμενος είχε εκδώσει ατομικά, αλλά και ως διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας «… Α.Ε.Ε.», δηλαδή το έτος 2004 καθώς και ότι ο 1ος εναγόμενος δεν είχε καταστεί αφερέγγυος, ούτε είχε την ιδιότητα του οφειλέτη ούτε υπήρχε ακόμη πρόβλημα στις συναλλαγές μεταξύ αυτού και των αναιρεσειόντων κατά τον χρόνο μεταβίβασης λόγω δωρεάς στην 2α εναγομένη και ήδη αναιρεσίβλητη, σύζυγό του, περιουσιακών του στοιχείων τον Απρίλιο του 2003 (από προφανή παραδρομή στην προσβαλλομένη απόφαση αναφέρεται ως έτος το 2013), διότι δεν είχαν γεννηθεί ακόμη οι αξιώσεις των αναιρεσειόντων από την μη πληρωμή των ένδικων επιταγών και, ως εκ τούτου, ότι δεν επρόκειτο για καταδολιευτική μεταβίβαση, ενώ κρίσιμος χρόνος είναι αυτός της εξαπάτησής τους το έτος 2002 από τον 1ο εναγόμενο με την δόση των ως άνω μεταχρονολογημένων επιταγών. Ο λόγος αυτός αναίρεσης είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι η ένδικη αξίωση ερείδεται στην αδικοπραξία (914, 926 ΑΚ), οι δε παραπάνω αιτιάσεις, αναφέρονται στην ουσία της υπόθεσης που είναι αναιρετικά ανέλεγκτη (άρθρ. 561§1 ΚΠολΔ). Επίσης απορριπτέος είναι και ο δεύτερος λόγος της αίτησης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες, υπό την επίκληση του άρθρου 559 αρ. 8 Κ.Πολ.Δ, αιτιώνται το Εφετείο για την μη λήψη υπόψη του παραπάνω, ερειδόμενου στο άρθρο 421 ΑΚ, ισχυρισμού τους, με τον οποίο υποστηρίζουν ότι: «ο μηχανισμός ανταλλαγής επιταγών παριστούσε διαρκή οφειλή του 1ου εναγομένου και της εταιρείας του (… AE) έναντι των αναιρεσειόντων» και ότι: «οι διδόμενες νέες επιταγές ουδέποτε εξόφλησαν την αρχική οφειλή». Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος διότι, οι ως άνω αιτιάσεις αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση στην ερειδόμενη στην αδικοπραξία βάση της αγωγής και δεν αποτελούν αυτοτελή ισχυρισμό ώστε να δημιουργείται υποχρέωση του Δικαστηρίου για απάντηση και σε περίπτωση παράβασής της ίδρυση του συγκεκριμένου λόγου αναίρεσης.

Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναίρεσης, να εισαχθεί το καταβληθέν παράβολο στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ, όπως η παράγραφος αυτή προστέθηκε με άρθρο 1 παρ. 2 Ν. 4055/2012 με έναρξη ισχύος 2-4-2012) και να καταδικαστούν οι αναιρεσείοντες στη δικαστική δαπάνη της αναιρεσίβλητης λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 480 και 183 Κ.Πολ.Δ.).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την αίτηση των J. – C. W. και της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «… … ΕΠΕ» για αναίρεση της 1569/2014 απόφασης του Εφετείου Αθηνών.

Like this article?

Share on linkedin
Share on Linkedin
Share on facebook
Share on Facebook
Scroll to Top